γένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Αναιρέθηκε |
Και για να είμαστε πιο ακριβείς σχετικά με το φυσικό γένος.,(υπ' όψιν κ. User:Tdhanoi) βάζω τη διάκριση ως {{πχ}} παράδειγμα, και link προς ΒΠ για τον φυλοκαθορισμό, |
||
(37 ενδιάμεσες εκδόσεις από 17 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|:Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι - γένη}} |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'δάσος'}} |
{{el-κλίση-'δάσος'}} |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 6: | ||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
{{ΔΦΑ| |
{{ΔΦΑ|el|ˈʝe.nos}} |
||
: {{ήχος|Ell-Genos.ogg |
: {{ήχος|el|Ell-Genos.ogg}} |
||
: {{συλλ|γέ|νος}} |
: {{συλλ|γέ|νος}} |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 13: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
# ένα [[σύνολο]] ανθρώπων που συνδέονται με [[συγγενικός|συγγενικούς]] [[δεσμός|δεσμούς]], ευρύτερο από την [[οικογένεια]] |
# ένα [[σύνολο]] ανθρώπων που συνδέονται με [[συγγενικός|συγγενικούς]] [[δεσμός|δεσμούς]], ευρύτερο από την [[οικογένεια]] |
||
#: {{βλ|και=2|γενιά|γενεά}} |
|||
# το [[έθνος]], ιδιαίτερα το [[ελληνικός|ελληνικό]] |
# το [[έθνος]], ιδιαίτερα το [[ελληνικός|ελληνικό]] |
||
# μία [[ευρύτερη]] [[έννοια]] που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - [[είδη]] |
# μία [[ευρύτερη]] [[έννοια]] που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - [[είδη]] |
||
# (''για [[έμψυχος|έμψυχα]]'') η διάκριση [[φύλο|φύλου]] |
|||
⚫ | |||
#: {{πχ}} ''Τα '''γένη''' των περισσότερων οργανισμών βάσει του συστήματος [[φυλοκαθορισμός|φυλοκαθορισμού]] διακρίνονται σε [[άρρενας|άρρενα]] ([[αρσενικός|αρσενικά]])) και [[θήλυς|θήλεα]] ([[θηλυκός|θηλυκά]])'' |
|||
# το οικογενειακό επίθετο σε γυναίκες |
|||
#: {{συνών}} [[φυσικό γένος]] |
|||
⚫ | |||
#: {{βλ|όρος=επίσης}} {{ΒΠ|0=-|Σύστημα φυλοκαθορισμού|σύστημα φυλοκαθορισμού}} |
|||
# το κοινωνικό φύλο ενός ατόμου, το οποίο είναι βασισμένο στο σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στη θηλυκότητα, την αρρενωπότητα ή την ανδρογυνία, στους έμφυλους ρόλους και στη ταυτότητα φύλου. |
|||
# της [[μητέρα]]ς το [[ποτρικός|πατρικό]] [[επώνυμο]] (επίθετο) |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
#: {{συνών}} [[γραμματικό γένος]] |
|||
# {{anchor|ταξινομία}}{{ετ|ταξινομία}} υποδιαίρεση των '''[[ταξινομική βαθμίδα|ταξινομικών βαθμίδων]]''', ανώτερη από το [[είδος]] και κατώτερη από την [[οικογένεια#ταξ|οικογένεια]] |
|||
#: {{λ|genus|la|lang=1}} |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
* [[εν γένει]] |
|||
* [[το γένος]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[γίνομαι]] |
* [[γίνομαι]] |
||
* [[γενιά]] |
* [[γενιά]] |
||
{{βλ|και=1|όρος=τα ομόρριζα|γένεση|γεννάω|γόνος|γνήσιος}} |
|||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
⚫ | |||
* {{bg}} : {{τ|bg|род}} |
* {{bg}} : {{τ|bg|род}} |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|genre}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|genre}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Geschlecht}} |
* {{de}} : {{τ|de|Geschlecht}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
⚫ | |||
* {{es}} : {{τ|es|género}} |
* {{es}} : {{τ|es|género}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|ród}}, {{τ|pl|pochodzenie}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|ród}}, {{τ|pl|pochodzenie}}, {{τ|pl|naród}}, {{τ|pl|rodzaj}}, {{τ|pl|nazwisko rodowe|noentry=1}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς}} |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
{{μτφ-αρχή|το έθνος}} |
|||
Συνθετικά: |
|||
* {{βλ|έθνος}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{μτφ-αρχή|μία ευρύτερη έννοια}} |
|||
προγενή,αμφιγενή,ιογενή,ανομοιογενή |
|||
* {{en}} : {{τ|en|genus}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{μτφ-αρχή|γραμματική}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|gender}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{μτφ-αρχή|ταξινομία}} |
|||
⚫ | |||
* {{en}} : {{τ|en|genus}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{μτφ-αρχή|της μητέρας το πατρικό επώνυμο}} |
|||
⚫ | |||
* {{en}} : {{τ|en|maiden name}}, {{τ|en|née}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{Π:ΛΚΝ}} |
|||
* {{Π:Χρηστικό}} |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
{{grc-κλίση-'βέλος'}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < από θέμα του |
: '''{{PAGENAME}}''' < από θέμα του {{λ|γίγνομαι|grc}} {{ety+|grc}} |
||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' |
'''{{PAGENAME}}''' |
||
# [[καταγωγή]],[[οικογένεια]] |
# [[καταγωγή]],[[οικογένεια]] |
||
#:''οἱ ἐν '''γένει''''' (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά) |
#: {{πχ}} ''οἱ ἐν '''γένει''''' (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά) |
||
#:''οἱ ἔξω '''γένους''''' (οι μη οικείοι) |
#: {{πχ}}''οἱ ἔξω '''γένους''''' (οι μη οικείοι) |
||
#:''ἐξ Ἰθάκης '''γένος''' εἰμί'' ([[κρατάω]] από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη) |
#: {{πχ}} ''ἐξ Ἰθάκης '''γένος''' εἰμί'' ([[κρατάω]] από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη) |
||
#[[εξ αίματος]] συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια |
# [[εξ αίματος]] συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια |
||
#:'''''γένει''' υἱός'' ( |
#: {{πχ}} '''''γένει''' υἱός'' (ο [[εκ γενετής]], βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον [[θετός|θετό]]) |
||
#:'''''γένος''' γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια'' (Ισαίος σε δίκη για |
#: {{πχ}} '''''γένος''' γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια'' ({{β|Ισαίος}}, σε δίκη για κληρονομικά) |
||
# παιδί, εγγόνι, απόγονος |
# παιδί, εγγόνι, απόγονος |
||
# ομάδα ομοειδών ( |
# ομάδα ομοειδών (όπως ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη |
||
# ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους |
# ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους |
||
#:''ἡμιθέων '''γένος''''' |
#: {{πχ}} ''ἡμιθέων '''γένος''''' |
||
#:''τῷ ἀνθρωπείῳ '''γένει''''' |
#: {{πχ}} ''τῷ ἀνθρωπείῳ '''γένει''''' |
||
#:''τὸ τῶν περιστερῶν '''γένος''''' |
#: {{πχ}} ''τὸ τῶν περιστερῶν '''γένος''''' |
||
#[[φύλο]] |
# [[φύλο]] |
||
#:''τὰ '''γένη''' τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ'' (Πλάτωνας) |
#: {{πχ}} ''τὰ '''γένη''' τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ'' (Πλάτωνας) {{χρειάζεται παράθεμα||grc}} |
||
# στη [[λογική]] το '''γένος''' είναι το αντίθετο του '''είδους''' |
# στη [[λογική]] το '''γένος''' είναι το αντίθετο του '''είδους''' |
||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
* {{χρειάζεται|παράγωγα και συγγενικά|grc}} |
|||
==={{πηγές}}=== |
|||
* {{Π:Λίντελ}} |
|||
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}} |
|||
⚫ | |||
===={{σημειώσεις}}==== |
|||
* Δεν είναι βέβαιο ότι ο νόμος διαχώριζε τότε την ευθεία από την πλάγια συγγένεια αλλά κατά πάσα πιθανότητα όχι. Ο Ισαίος υπερβάλλει προσπαθώντας να γλιτώσει την περιουσία εγγονού ενός θανόντα από έναν αετονύχη ανηψιό του νεκρού που πήρε τα κτήματα ως μοναδικός ενήλικας άνδρας συγγενής. Ο Ισαίος πόνταρε μάλλον στο συναισθηματισμό και το γενεαλογικό, δείχνοντας ότι είναι πλησιέστερος στο γένος ο εγγονός, το παιδί της κόρης, παρά ο ανιψιός -δεν ξέρουμε αν οι δικαστές δέχτηκαν ότι αφού ο εγγονός γεννήθηκε έστω και μετά το θάνατο του κτηματία, δικαιούται μερίδιο ως συγγενής. |
|||
[[Κατηγορία:Υποδείγματα λημμάτων]] |
|||
⚫ |
Τελευταία αναθεώρηση της 00:26, 16 Ιουλίου 2023
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένος | τα | γένη |
γενική | του | γένους | των | γενών |
αιτιατική | το | γένος | τα | γένη |
κλητική | γένος | γένη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝe.nos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος ουδέτερο
- ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερο από την οικογένεια
- το έθνος, ιδιαίτερα το ελληνικό
- μία ευρύτερη έννοια που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - είδη
- (για έμψυχα) η διάκριση φύλου
- ↪ Τα γένη των περισσότερων οργανισμών βάσει του συστήματος φυλοκαθορισμού διακρίνονται σε άρρενα (αρσενικά)) και θήλεα (θηλυκά)
- ≈ συνώνυμα: φυσικό γένος
- → δείτε επίσης σύστημα φυλοκαθορισμού στη Βικιπαίδεια
- της μητέρας το πατρικό επώνυμο (επίθετο)
- ↪ Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου
- (γραμματική) γραμματική κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, σε μετοχές ή αντωνυμίες· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο γένος
- (ταξινομία) υποδιαίρεση των ταξινομικών βαθμίδων, ανώτερη από το είδος και κατώτερη από την οικογένεια
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τα ομόρριζα γένεση, γεννάω, γόνος και γνήσιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γένος
το έθνος
|
της μητέρας το πατρικό επώνυμο
Πηγές
[επεξεργασία]- γένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεᾰ |
γενική | τοῦ | γένους - γένεος | τῶν | γενῶν - γενέων |
δοτική | τῷ | γένει - γένεῐ̈ | τοῖς | γένεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεα |
κλητική ὦ! | γένος | γένη - γένεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γένει - γένεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γενοῖν - γενέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γένος < από θέμα του γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος
- καταγωγή,οικογένεια
- ↪ οἱ ἐν γένει (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά)
- ↪οἱ ἔξω γένους (οι μη οικείοι)
- ↪ ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί (κρατάω από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη)
- εξ αίματος συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια
- ↪ γένει υἱός (ο εκ γενετής, βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον θετό)
- ↪ γένος γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια (Ισαίος, σε δίκη για κληρονομικά)
- παιδί, εγγόνι, απόγονος
- ομάδα ομοειδών (όπως ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη
- ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους
- ↪ ἡμιθέων γένος
- ↪ τῷ ἀνθρωπείῳ γένει
- ↪ τὸ τῶν περιστερῶν γένος
- φύλο
- ↪ τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ (Πλάτωνας) → χρειάζεται παράθεμα
- στη λογική το γένος είναι το αντίθετο του είδους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται παράγωγα και συγγενικά)
Πηγές
[επεξεργασία]- γένος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)