ράβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ράβω μεταφέρθηκε στο ράβω: Converting page titles to lowercase |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό |
||
(42 ενδιάμεσες εκδόσεις από 16 χρήστες δεν εμφανίζονται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
|||
===Ετυμολογία=== |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
===Ρήμα=== |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|ῥάπτω}} μέσω μεσαιωνικού υποθετικού τύπου {{*}}ράβω (''δείτε το μεσαιωνικό'' {{λ|ραύγω|gkm}}), με [[μεταπλασμός|μεταπλασμό]] σε '''-βω''' με βάση το αοριστικό θέμα '''ραψ-''' κατά το σχήμα τριψ- (έτριψα) > [[τρίβω]].<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref> |
|||
[[Αρχείο:The Small Drawing-Room- Mme Hessel at Her Sewing Table MET DT3152.jpg|μικρογραφία|γυναίκα που '''ράβει''']] |
|||
==={{ρήμα|el}}=== |
|||
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=έραψα|π-εν=ράβομαι|π-αορ=ράφτηκα|μππ=ραμμένος}} |
|||
# με [[βελόνα]] και [[κλωστή]] [[ενώνω]] τα [[διεστώτα]] [[κομμάτι]]α ενός [[ύφασμα|υφάσματος]] ή άλλου υλικού |
|||
# με [[βελόνα]] και [[κλωστή]] [[προσαρτώ]] κάτι πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. ένα [[κουμπί]] σε [[ρούχο]]) |
|||
# [[φτιάχνω]] ένα [[ένδυμα]] ο ίδιος ή δίνω [[παραγγελία]] σε άλλον ([[ράφτης|ράφτη]]) να μου το φτιάξει |
|||
# [[κλείνω]] κάτι που είναι [[ανοιχτό]] με τη διαδικασία (1) |
|||
# {{ετ|ιατρ}} [[αποκαθιστώ]] με τη διαδικασία (1) την [[χειρουργικός|χειρουργική]] [[τομή]] ή το σημείο που έχει τραυματιστεί |
|||
# ({{παθ}}) [[ράβομαι]]: συνηθίζω να χρησιμοποιώ κάποιον, για να μου ράβει τα ρούχα, είμαι [[πελάτης]] του |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
|||
<!--===Συγγενικά===--> |
|||
* [[κόβω και ράβω]]: [[κάνω]] [[ανεξέλεγκτα]] [[ό,τι]] [[θέλω]] |
|||
* '''''κομμένος''' και ραμμένος στα μέτρα του'': ταιριάζει ακριβώς στην περίπτωσή του |
|||
* [[ράβε ξήλωνε]]: [[επαναλαμβάνω]] [[ανούσια]] την ίδια [[ενέργεια]] ή [[εργασία]] |
|||
* ''[[ράβω]] το [[στόμα]]'': [[πεισματικά]] δεν [[απαντώ]] ή γενικά δεν [[μιλάω]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
|||
===Μεταφράσεις=== |
|||
{{((|κολόνες=3}} |
|||
* [[ελληνοραφείο]] |
|||
* [[ελληνοράφτης]] |
|||
* [[καλοραμμένος]] |
|||
* [[σπαγγοραμμένος]] |
|||
* [[ράμμα]] |
|||
* [[ραμμένος]] |
|||
* [[ράπτης]] |
|||
* [[ραπτική]] |
|||
* [[ραπτικός]] |
|||
* [[ραπτομηχανή]] |
|||
* [[ραφείο]] |
|||
* [[ραφή]] |
|||
* [[ραφιγραφία]] |
|||
* [[ραφιγράφος]] |
|||
* [[ραφιδογραφία]] |
|||
* [[ραφτάδικο]] |
|||
* [[ράφτης]] & ''σύνθετα'' |
|||
* [[ράφτρα]] |
|||
* [[ραφτικά]] |
|||
* [[ραφτόπουλο]] |
|||
* [[ραφτός]] |
|||
* [[ραφιδογράφος]] |
|||
* [[ράψιμο]] |
|||
* [[ραψωδία]] |
|||
* [[ραψωδός]] |
|||
{{))}} |
|||
===={{κλίση}}==== |
|||
{| border=0 width=100% |
|||
{{el-κλίσ-'ράβω'|παρακΒ=1}} |
|||
|- |
|||
{{el-κλίσ-'ράβομαι'|πρ1=|παρακΒ=1}} |
|||
|bgcolor="#FFFFE0" valign=top width=48%| |
|||
{{clear}} |
|||
{| |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
*Αγγλικά: |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
|||
*Αραβικά: |
|||
* {{en}} : {{τ|en|sew}}, {{τ|en|stitch}}, {{τ|en|tailored|show=get tailored}} |
|||
*Βιετναμέζικα: |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
|||
*Βουλγαρικά: |
|||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
|||
*Βρετανικά: |
|||
* {{bg}} : {{τ|bg|шия}} |
|||
*Γαλλικά: [[coudre]] |
|||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
|||
*Γερμανικά: |
|||
* {{fr}} : {{τ|fr|coudre}} |
|||
*Εσπεράντο: |
|||
* {{de}} : {{τ|de|nähen}}, {{τ|de|schneidern}} |
|||
*Εσθονικά: |
|||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
|||
*Ιαπωνέζικα: |
|||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
|||
*Interlingua: |
|||
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} --> |
|||
*Ido: |
|||
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} --> |
|||
*Ιρλανδικά: |
|||
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} --> |
|||
*Ισλανδικά: |
|||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} --> |
|||
*Ισπανικά: |
|||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} --> |
|||
*Ιταλικά: |
|||
* {{es}} : {{τ|es|coser}} |
|||
*Καταλανικά: |
|||
* {{it}} : {{τ|it|cucire}} |
|||
*Κινεζικά: |
|||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} --> |
|||
*Κορεατικά: |
|||
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} --> |
|||
*Κουρδικά: |
|||
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} --> |
|||
*Κροατικά: |
|||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} --> |
|||
|} |
|||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} --> |
|||
| width=1% | |
|||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} --> |
|||
|bgcolor="#FFFFE0" valign=top width=48%| |
|||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} --> |
|||
{| |
|||
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} --> |
|||
*Λατινικά: |
|||
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} --> |
|||
*Λιθουανικά: |
|||
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} --> |
|||
*Μαλαισιακά: |
|||
* {{hu}} : {{τ|hu|varr}} |
|||
*Ολλανδικά: |
|||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
|||
*Ουαλλέζικα: |
|||
* {{pl}} : {{τ|pl|szyję}} |
|||
*Ουγγρικά: |
|||
* {{pt}} : {{τ|pt|costurar}} |
|||
*Ουκρανικά: |
|||
* {{ro}} : {{τ|ro|coase}} |
|||
*Πολωνικά: |
|||
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} --> |
|||
*Πορτογαλικά: |
|||
* {{ru}} : {{τ|ru|шить}} |
|||
*Ρουμανικά: |
|||
* {{sr}} : {{τ|sr|зашити}} |
|||
*Ρωμανικά: |
|||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
|||
*Ρωσικά: |
|||
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} --> |
|||
*Σερβικά: |
|||
* {{sv}} : {{τ|sv|sy}} |
|||
*Σλοβακικά: |
|||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
|||
*Σλοβενικά: |
|||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
|||
*Σουηδικά: |
|||
* {{cs}} : {{τ|cs|šít}} |
|||
*Ταϊλανδικά: |
|||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
|||
*Τουρκικά: |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
*Τσεχικά: |
|||
*Φινλανδικά: |
|||
|} |
|||
|} |
|||
==={{αναφορές}}=== |
|||
[[Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα]] |
|||
<references/> |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
Τελευταία αναθεώρηση της 06:12, 5 Μαΐου 2024
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ράβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥάπτω μέσω μεσαιωνικού υποθετικού τύπου *ράβω (δείτε το μεσαιωνικό ραύγω), με μεταπλασμό σε -βω με βάση το αοριστικό θέμα ραψ- κατά το σχήμα τριψ- (έτριψα) > τρίβω.[1]
Ρήμα
[επεξεργασία]ράβω, αόρ.: έραψα, παθ.φωνή: ράβομαι, π.αόρ.: ράφτηκα, μτχ.π.π.: ραμμένος
- με βελόνα και κλωστή ενώνω τα διεστώτα κομμάτια ενός υφάσματος ή άλλου υλικού
- με βελόνα και κλωστή προσαρτώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. ένα κουμπί σε ρούχο)
- φτιάχνω ένα ένδυμα ο ίδιος ή δίνω παραγγελία σε άλλον (ράφτη) να μου το φτιάξει
- κλείνω κάτι που είναι ανοιχτό με τη διαδικασία (1)
- (ιατρική) αποκαθιστώ με τη διαδικασία (1) την χειρουργική τομή ή το σημείο που έχει τραυματιστεί
- (παθητική φωνή) ράβομαι: συνηθίζω να χρησιμοποιώ κάποιον, για να μου ράβει τα ρούχα, είμαι πελάτης του
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κόβω και ράβω: κάνω ανεξέλεγκτα ό,τι θέλω
- κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του: ταιριάζει ακριβώς στην περίπτωσή του
- ράβε ξήλωνε: επαναλαμβάνω ανούσια την ίδια ενέργεια ή εργασία
- ράβω το στόμα: πεισματικά δεν απαντώ ή γενικά δεν μιλάω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ράβω | έραβα | θα ράβω | να ράβω | ράβοντας | |
β' ενικ. | ράβεις | έραβες | θα ράβεις | να ράβεις | ράβε | |
γ' ενικ. | ράβει | έραβε | θα ράβει | να ράβει | ||
α' πληθ. | ράβουμε | ράβαμε | θα ράβουμε | να ράβουμε | ||
β' πληθ. | ράβετε | ράβατε | θα ράβετε | να ράβετε | ράβετε | |
γ' πληθ. | ράβουν(ε) | έραβαν ράβαν(ε) |
θα ράβουν(ε) | να ράβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έραψα | θα ράψω | να ράψω | ράψει | ||
β' ενικ. | έραψες | θα ράψεις | να ράψεις | ράψε | ||
γ' ενικ. | έραψε | θα ράψει | να ράψει | |||
α' πληθ. | ράψαμε | θα ράψουμε | να ράψουμε | |||
β' πληθ. | ράψατε | θα ράψετε | να ράψετε | ράψτε | ||
γ' πληθ. | έραψαν ράψαν(ε) |
θα ράψουν(ε) | να ράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ράψει | είχα ράψει | θα έχω ράψει | να έχω ράψει | ||
β' ενικ. | έχεις ράψει | είχες ράψει | θα έχεις ράψει | να έχεις ράψει | έχε ραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει ράψει | είχε ράψει | θα έχει ράψει | να έχει ράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ράψει | είχαμε ράψει | θα έχουμε ράψει | να έχουμε ράψει | ||
β' πληθ. | έχετε ράψει | είχατε ράψει | θα έχετε ράψει | να έχετε ράψει | έχετε ραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ράψει | είχαν ράψει | θα έχουν ράψει | να έχουν ράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ράβομαι | ραβόμουν(α) | θα ράβομαι | να ράβομαι | ||
β' ενικ. | ράβεσαι | ραβόσουν(α) | θα ράβεσαι | να ράβεσαι | ||
γ' ενικ. | ράβεται | ραβόταν(ε) | θα ράβεται | να ράβεται | ||
α' πληθ. | ραβόμαστε | ραβόμαστε ραβόμασταν |
θα ραβόμαστε | να ραβόμαστε | ||
β' πληθ. | ράβεστε | ραβόσαστε ραβόσασταν |
θα ράβεστε | να ράβεστε | (ράβεστε) | |
γ' πληθ. | ράβονται | ράβονταν ραβόντουσαν |
θα ράβονται | να ράβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ράφτηκα | θα ραφτώ | να ραφτώ | ραφτεί | ||
β' ενικ. | ράφτηκες | θα ραφτείς | να ραφτείς | ράψου | ||
γ' ενικ. | ράφτηκε | θα ραφτεί | να ραφτεί | |||
α' πληθ. | ραφτήκαμε | θα ραφτούμε | να ραφτούμε | |||
β' πληθ. | ραφτήκατε | θα ραφτείτε | να ραφτείτε | ραφτείτε | ||
γ' πληθ. | ράφτηκαν ραφτήκαν(ε) |
θα ραφτούν(ε) | να ραφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ραφτεί | είχα ραφτεί | θα έχω ραφτεί | να έχω ραφτεί | ραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις ραφτεί | είχες ραφτεί | θα έχεις ραφτεί | να έχεις ραφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ραφτεί | είχε ραφτεί | θα έχει ραφτεί | να έχει ραφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ραφτεί | είχαμε ραφτεί | θα έχουμε ραφτεί | να έχουμε ραφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ραφτεί | είχατε ραφτεί | θα έχετε ραφτεί | να έχετε ραφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ραφτεί | είχαν ραφτεί | θα έχουν ραφτεί | να έχουν ραφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ραμμένος - είμαστε, είστε, είναι ραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ραμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ραμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ραμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ραμμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ράβω
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ράβω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας