ράβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
χρόνοι
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό Προχωρημένη επεξεργασία από κινητό
 
(3 ενδιάμεσες εκδόσεις από 2 χρήστες δεν εμφανίζονται)
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|ῥάπτω}} μέσω μεσαιωνικού υποθετικού τύπου {{*}}ράβω (''δείτε το μεσαιωνικό'' {{λ|ραύγω|gkm}}), με [[μεταπλασμός|μεταπλασμό]] σε '''-βω''' με βάση το αοριστικό θέμα '''ραψ-''' κατά το σχήμα τριψ- (έτριψα) > [[τρίβω]].<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|grc|el|ῥάπτω}} μέσω μεσαιωνικού υποθετικού τύπου {{*}}ράβω (''δείτε το μεσαιωνικό'' {{λ|ραύγω|gkm}}), με [[μεταπλασμός|μεταπλασμό]] σε '''-βω''' με βάση το αοριστικό θέμα '''ραψ-''' κατά το σχήμα τριψ- (έτριψα) > [[τρίβω]].<ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>
[[Αρχείο:The Small Drawing-Room- Mme Hessel at Her Sewing Table MET DT3152.jpg|μικρογραφία|γυναίκα που '''ράβει''']]

==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=έραψα|π-εν=ράβομαι|π-αορ=ράφτηκα|μππ=ραμμένος}}
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=έραψα|π-εν=ράβομαι|π-αορ=ράφτηκα|μππ=ραμμένος}}
Γραμμή 51: Γραμμή 51:
{{el-κλίσ-'ράβω'|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'ράβω'|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'ράβομαι'|πρ1=|παρακΒ=1}}
{{el-κλίσ-'ράβομαι'|πρ1=|παρακΒ=1}}
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|sew}}, {{τ|en|stitch}}
* {{en}} : {{τ|en|sew}}, {{τ|en|stitch}}, {{τ|en|tailored|show=get tailored}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
Γραμμή 75: Γραμμή 75:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->

Τελευταία αναθεώρηση της 06:12, 5 Μαΐου 2024

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ράβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥάπτω μέσω μεσαιωνικού υποθετικού τύπου *ράβω (δείτε το μεσαιωνικό ραύγω), με μεταπλασμό σε -βω με βάση το αοριστικό θέμα ραψ- κατά το σχήμα τριψ- (έτριψα) > τρίβω.[1]
γυναίκα που ράβει

ράβω, αόρ.: έραψα, παθ.φωνή: ράβομαι, π.αόρ.: ράφτηκα, μτχ.π.π.: ραμμένος

  1. με βελόνα και κλωστή ενώνω τα διεστώτα κομμάτια ενός υφάσματος ή άλλου υλικού
  2. με βελόνα και κλωστή προσαρτώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. ένα κουμπί σε ρούχο)
  3. φτιάχνω ένα ένδυμα ο ίδιος ή δίνω παραγγελία σε άλλον (ράφτη) να μου το φτιάξει
  4. κλείνω κάτι που είναι ανοιχτό με τη διαδικασία (1)
  5. (ιατρική) αποκαθιστώ με τη διαδικασία (1) την χειρουργική τομή ή το σημείο που έχει τραυματιστεί
  6. (παθητική φωνή) ράβομαι: συνηθίζω να χρησιμοποιώ κάποιον, για να μου ράβει τα ρούχα, είμαι πελάτης του

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]