ράβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 57: Γραμμή 57:
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|coudre}}
* {{fr}} : {{τ|fr|coudre}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
* {{de}} : {{τ|de|nähen}}, {{τ|de|schneidern}}
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 12:50, 26 Φεβρουαρίου 2014

Ετυμολογία

ράβω < αρχαία ελληνική ῥάπτω

Ρήμα

ράβω

  1. με βελόνα και κλωστή ενώνω τα διεστώτα κομμάτια ενός υφάσματος ή άλλου υλικού
  2. με βελόνα και κλωστή προσαρτώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. ένα κουμπί σε ρούχο)
  3. φτιάχνω ένα ένδυμα ο ίδιος ή δίνω παραγγελία σε άλλον (ράφτη) να μου το φτιάξει
  4. κλείνω κάτι που είναι ανοιχτό με τη διαδικασία (1)
  5. Πρότυπο:ιατρ αποκαθιστώ με τη διαδικασία (1) την χειρουργική τομή ή το σημείο που έχει τραυματιστεί
  6. (παθητική φωνή) ράβομαι: συνηθίζω να χρησιμοποιώ κάποιον, για να μου ράβει τα ρούχα, είμαι πελάτης του

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις