ράβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
→{{μεταφράσεις}}: προσθηκη 11 γλωσσων |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 54: | ||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} --> |
||
* {{bg}} : {{τ|bg|шия}} |
|||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|coudre}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|coudre}} |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} --> |
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} --> |
||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} --> |
||
* {{es}} : {{τ|es|coser}} |
|||
* {{it}} : {{τ|it|cucire}} |
|||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} --> |
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} --> |
||
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} --> |
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} --> |
||
Γραμμή 78: | Γραμμή 78: | ||
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} --> |
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} --> |
||
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} --> |
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} --> |
||
* {{hu}} : {{τ|hu|varr}} |
|||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|szyję}} |
|||
* {{pt}} : {{τ|pt|costurar}} |
|||
* {{ro}} : {{τ|ro|coase}} |
|||
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} --> |
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} --> |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|шить}} |
|||
* {{sr}} : {{τ|sr|зашити}} |
|||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} --> |
||
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} --> |
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} --> |
||
* {{sv}} : {{τ|sv|sy}} |
|||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} --> |
||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} --> |
||
* {{cs}} : {{τ|cs|šít}} |
|||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} --> |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
Αναθεώρηση της 10:23, 10 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ράβω < αρχαία ελληνική ῥάπτω
Ρήμα
ράβω
- με βελόνα και κλωστή ενώνω τα διεστώτα κομμάτια ενός υφάσματος ή άλλου υλικού
- με βελόνα και κλωστή προσαρτώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο (π.χ. ένα κουμπί σε ρούχο)
- φτιάχνω ένα ένδυμα ο ίδιος ή δίνω παραγγελία σε άλλον (ράφτη) να μου το φτιάξει
- κλείνω κάτι που είναι ανοιχτό με τη διαδικασία (1)
- Πρότυπο:ιατρ αποκαθιστώ με τη διαδικασία (1) την χειρουργική τομή ή το σημείο που έχει τραυματιστεί
- (παθητική φωνή) ράβομαι: συνηθίζω να χρησιμοποιώ κάποιον, για να μου ράβει τα ρούχα, είμαι πελάτης του
Εκφράσεις
- κόβω και ράβω: κάνω ανεξέλεγκτα ό,τι θέλω
- κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του: ταιριάζει ακριβώς στην περίπτωσή του
- ράβε, ξήλωνε: επαναλαμβάνω ανούσια την ίδια ενέργεια ή εργασία
- ράβω το στόμα: πεισματικά δεν απαντώ ή γενικά δεν μιλάω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ράβω | έραβα | θα ράβω | να ράβω | ράβοντας | |
β' ενικ. | ράβεις | έραβες | θα ράβεις | να ράβεις | ράβε | |
γ' ενικ. | ράβει | έραβε | θα ράβει | να ράβει | ||
α' πληθ. | ράβουμε | ράβαμε | θα ράβουμε | να ράβουμε | ||
β' πληθ. | ράβετε | ράβατε | θα ράβετε | να ράβετε | ράβετε | |
γ' πληθ. | ράβουν(ε) | έραβαν ράβαν(ε) |
θα ράβουν(ε) | να ράβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έραψα | θα ράψω | να ράψω | ράψει | ||
β' ενικ. | έραψες | θα ράψεις | να ράψεις | ράψε | ||
γ' ενικ. | έραψε | θα ράψει | να ράψει | |||
α' πληθ. | ράψαμε | θα ράψουμε | να ράψουμε | |||
β' πληθ. | ράψατε | θα ράψετε | να ράψετε | ράψτε | ||
γ' πληθ. | έραψαν ράψαν(ε) |
θα ράψουν(ε) | να ράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ράψει | είχα ράψει | θα έχω ράψει | να έχω ράψει | ||
β' ενικ. | έχεις ράψει | είχες ράψει | θα έχεις ράψει | να έχεις ράψει | έχε ραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει ράψει | είχε ράψει | θα έχει ράψει | να έχει ράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ράψει | είχαμε ράψει | θα έχουμε ράψει | να έχουμε ράψει | ||
β' πληθ. | έχετε ράψει | είχατε ράψει | θα έχετε ράψει | να έχετε ράψει | έχετε ραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ράψει | είχαν ράψει | θα έχουν ράψει | να έχουν ράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) ραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) ραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) ραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) ραμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ράβομαι | ραβόμουν(α) | θα ράβομαι | να ράβομαι | ||
β' ενικ. | ράβεσαι | ραβόσουν(α) | θα ράβεσαι | να ράβεσαι | (ράβου) | |
γ' ενικ. | ράβεται | ραβόταν(ε) | θα ράβεται | να ράβεται | ||
α' πληθ. | ραβόμαστε | ραβόμαστε ραβόμασταν |
θα ραβόμαστε | να ραβόμαστε | ||
β' πληθ. | ράβεστε | ραβόσαστε ραβόσασταν |
θα ράβεστε | να ράβεστε | (ράβεστε) | |
γ' πληθ. | ράβονται | ράβονταν ραβόντουσαν |
θα ράβονται | να ράβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ράφτηκα | θα ραφτώ | να ραφτώ | ραφτεί | ||
β' ενικ. | ράφτηκες | θα ραφτείς | να ραφτείς | ράψου | ||
γ' ενικ. | ράφτηκε | θα ραφτεί | να ραφτεί | |||
α' πληθ. | ραφτήκαμε | θα ραφτούμε | να ραφτούμε | |||
β' πληθ. | ραφτήκατε | θα ραφτείτε | να ραφτείτε | ραφτείτε | ||
γ' πληθ. | ράφτηκαν ραφτήκαν(ε) |
θα ραφτούν(ε) | να ραφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ραφτεί | είχα ραφτεί | θα έχω ραφτεί | να έχω ραφτεί | ραμμένος | |
β' ενικ. | έχεις ραφτεί | είχες ραφτεί | θα έχεις ραφτεί | να έχεις ραφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει ραφτεί | είχε ραφτεί | θα έχει ραφτεί | να έχει ραφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ραφτεί | είχαμε ραφτεί | θα έχουμε ραφτεί | να έχουμε ραφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε ραφτεί | είχατε ραφτεί | θα έχετε ραφτεί | να έχετε ραφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ραφτεί | είχαν ραφτεί | θα έχουν ραφτεί | να έχουν ραφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ραμμένος - είμαστε, είστε, είναι ραμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ραμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ραμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ραμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ραμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ραμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ραμμένοι |