γένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→Ουσιαστικό: Διορθώθηκε λανθασμένος ορισμός του γένους με βάση το λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη. Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Γεια σας User:Tdhanoi, καλωσορίσατε στο ΒΛεξικό, Ευχαριστούμε για την απλοποίηση σχολίων από νεοεισερχόμενο το 2020. Για την ακρίβεια, το Μπαμπινιώτης έκδ.2002 λέει στο 'φυσικό γένος' περίποιυ τα εξής |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
# ένα [[σύνολο]] ανθρώπων που συνδέονται με [[συγγενικός|συγγενικούς]] [[δεσμός|δεσμούς]], ευρύτερο από την [[οικογένεια]] |
# ένα [[σύνολο]] ανθρώπων που συνδέονται με [[συγγενικός|συγγενικούς]] [[δεσμός|δεσμούς]], ευρύτερο από την [[οικογένεια]] |
||
#: {{βλ|και=2|γενιά|γενεά}} |
|||
# το [[έθνος]], ιδιαίτερα το [[ελληνικός|ελληνικό]] |
# το [[έθνος]], ιδιαίτερα το [[ελληνικός|ελληνικό]] |
||
# μία [[ευρύτερη]] [[έννοια]] που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - [[είδη]] |
# μία [[ευρύτερη]] [[έννοια]] που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - [[είδη]] |
||
# (''για [[έμψυχος|έμψυχα]]'') η διάκριση [[φύλο|φύλου]] σε [[άρρενας|άρρενα]] ([[αρσενικός|αρσενικά]])) και [[θήλυς|θήλεα]] ([[θηλυκός|θηλυκά]]) |
|||
#: {{συνών}} [[φυσικό γένος]] |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
# {{anchor|γραμματική}}{{ετ|γραμμ}} [[γραμματική]] κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα [[ουσιαστικό|ουσιαστικά]] ή [[επίθετο|επίθετα]], σε [[μετοχή|μετοχές]] ή [[αντωνυμία|αντωνυμίες]]· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το [[αρσενικό]], [[θηλυκό]] και [[ουδέτερο]] [[γένος]] |
# {{anchor|γραμματική}}{{ετ|γραμμ}} [[γραμματική]] κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα [[ουσιαστικό|ουσιαστικά]] ή [[επίθετο|επίθετα]], σε [[μετοχή|μετοχές]] ή [[αντωνυμία|αντωνυμίες]]· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το [[αρσενικό]], [[θηλυκό]] και [[ουδέτερο]] [[γένος]] |
||
#: {{συνών}} [[γραμματικό γένος]] |
|||
# {{anchor|ταξινομία}}{{ετ|ταξινομία}} υποδιαίρεση των '''[[ταξινομική βαθμίδα|ταξινομικών βαθμίδων]]''', ανώτερη από το [[είδος]] και κατώτερη από την [[οικογένεια#ταξ|οικογένεια]] |
# {{anchor|ταξινομία}}{{ετ|ταξινομία}} υποδιαίρεση των '''[[ταξινομική βαθμίδα|ταξινομικών βαθμίδων]]''', ανώτερη από το [[είδος]] και κατώτερη από την [[οικογένεια#ταξ|οικογένεια]] |
||
#: {{λ|genus|la|lang=1}} |
#: {{λ|genus|la|lang=1}} |
||
⚫ | |||
⚫ | |||
# το φύλο ενός ατόμου |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* [[εν γένει]] |
|||
* [[το γένος]] |
* [[το γένος]] |
||
Γραμμή 28: | Γραμμή 32: | ||
* [[γίνομαι]] |
* [[γίνομαι]] |
||
* [[γενιά]] |
* [[γενιά]] |
||
{{βλ|και=1|όρος=τα ομόρριζα|γένεση|γεννάω|γόνος|γνήσιος}} |
|||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
Γραμμή 34: | Γραμμή 39: | ||
* {{fr}} : {{τ|fr|genre}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|genre}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Geschlecht}} |
* {{de}} : {{τ|de|Geschlecht}} |
||
* {{eo}} : {{τ|eo|gento|noentry=1}} |
* {{eo}} : {{τ|eo|gento|noentry=1}} |
||
* {{es}} : {{τ|es|género}} |
* {{es}} : {{τ|es|género}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|ród}}, {{τ|pl|pochodzenie}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|ród}}, {{τ|pl|pochodzenie}}, {{τ|pl|naród}}, {{τ|pl|rodzaj}}, {{τ|pl|nazwisko rodowe|noentry=1}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Γραμμή 42: | Γραμμή 47: | ||
* {{en}} : {{τ|en|clan}}, {{τ|en|kin}} |
* {{en}} : {{τ|en|clan}}, {{τ|en|kin}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|το έθνος}} |
{{μτφ-αρχή|το έθνος}} |
||
* {{βλ|έθνος}} |
* {{βλ|έθνος}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|μία ευρύτερη έννοια}} |
{{μτφ-αρχή|μία ευρύτερη έννοια}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|genus}} |
* {{en}} : {{τ|en|genus}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|γραμματική}} |
{{μτφ-αρχή|γραμματική}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|gender}} |
* {{en}} : {{τ|en|gender}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|ταξινομία}} |
{{μτφ-αρχή|ταξινομία}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|genus}} |
* {{en}} : {{τ|en|genus}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|της μητέρας το πατρικό επώνυμο}} |
{{μτφ-αρχή|της μητέρας το πατρικό επώνυμο}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|maiden name}}, {{τ|en|née}} |
* {{en}} : {{τ|en|maiden name}}, {{τ|en|née}} |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 70: | ||
==={{πηγές}}=== |
==={{πηγές}}=== |
||
* {{Π:ΛΚΝ}} |
* {{Π:ΛΚΝ}} |
||
* {{Π:Χρηστικό}} |
|||
---- |
---- |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 78: | ||
{{grc-κλίση-'βέλος'}} |
{{grc-κλίση-'βέλος'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < από θέμα του |
: '''{{PAGENAME}}''' < από θέμα του {{λ|γίγνομαι|grc}} {{ety+|grc}} |
||
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
==={{ουσιαστικό|grc}}=== |
||
Γραμμή 75: | Γραμμή 87: | ||
#: {{πχ}} ''ἐξ Ἰθάκης '''γένος''' εἰμί'' ([[κρατάω]] από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη) |
#: {{πχ}} ''ἐξ Ἰθάκης '''γένος''' εἰμί'' ([[κρατάω]] από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη) |
||
# [[εξ αίματος]] συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια |
# [[εξ αίματος]] συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια |
||
#: {{πχ}} '''''γένει''' υἱός'' ( |
#: {{πχ}} '''''γένει''' υἱός'' (ο [[εκ γενετής]], βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον [[θετός|θετό]]) |
||
#: {{πχ}} '''''γένος''' γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια'' (Ισαίος σε δίκη για κληρονομικά |
#: {{πχ}} '''''γένος''' γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια'' ({{β|Ισαίος}}, σε δίκη για κληρονομικά) |
||
# παιδί, εγγόνι, απόγονος |
# παιδί, εγγόνι, απόγονος |
||
# ομάδα ομοειδών ( |
# ομάδα ομοειδών (όπως ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη |
||
# ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους |
# ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους |
||
#: {{πχ}} ''ἡμιθέων '''γένος''''' |
#: {{πχ}} ''ἡμιθέων '''γένος''''' |
||
Γραμμή 84: | Γραμμή 96: | ||
#: {{πχ}} ''τὸ τῶν περιστερῶν '''γένος''''' |
#: {{πχ}} ''τὸ τῶν περιστερῶν '''γένος''''' |
||
# [[φύλο]] |
# [[φύλο]] |
||
#: {{πχ}} ''τὰ '''γένη''' τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ'' (Πλάτωνας) |
#: {{πχ}} ''τὰ '''γένη''' τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ'' (Πλάτωνας) {{χρειάζεται παράθεμα||grc}} |
||
# στη [[λογική]] το '''γένος''' είναι το αντίθετο του '''είδους''' |
# στη [[λογική]] το '''γένος''' είναι το αντίθετο του '''είδους''' |
||
Αναθεώρηση της 00:14, 16 Ιουλίου 2023
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένος | τα | γένη |
γενική | του | γένους | των | γενών |
αιτιατική | το | γένος | τα | γένη |
κλητική | γένος | γένη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γένος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝe.nos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νος
Ουσιαστικό
γένος ουδέτερο
- ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερο από την οικογένεια
- το έθνος, ιδιαίτερα το ελληνικό
- μία ευρύτερη έννοια που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - είδη
- (για έμψυχα) η διάκριση φύλου σε άρρενα (αρσενικά)) και θήλεα (θηλυκά)
- της μητέρας το πατρικό] επώνυμο (επίθετο)
- ↪ Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου
- (γραμματική) γραμματική κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, σε μετοχές ή αντωνυμίες· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο γένος
- (ταξινομία) υποδιαίρεση των ταξινομικών βαθμίδων, ανώτερη από το είδος και κατώτερη από την οικογένεια
Εκφράσεις
Συγγενικά
→ και δείτε τα ομόρριζα γένεση, γεννάω, γόνος και γνήσιος
Μεταφράσεις
γένος
το έθνος
|
της μητέρας το πατρικό επώνυμο
Πηγές
- γένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γένος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεᾰ |
γενική | τοῦ | γένους - γένεος | τῶν | γενῶν - γενέων |
δοτική | τῷ | γένει - γένεῐ̈ | τοῖς | γένεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | γένος | τὰ | γένη - γένεα |
κλητική ὦ! | γένος | γένη - γένεα | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γένει - γένεε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γενοῖν - γενέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γένος < από θέμα του γίγνομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
γένος
- καταγωγή,οικογένεια
- ↪ οἱ ἐν γένει (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά)
- ↪οἱ ἔξω γένους (οι μη οικείοι)
- ↪ ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί (κρατάω από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη)
- εξ αίματος συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια
- ↪ γένει υἱός (ο εκ γενετής, βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον θετό)
- ↪ γένος γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια (Ισαίος, σε δίκη για κληρονομικά)
- παιδί, εγγόνι, απόγονος
- ομάδα ομοειδών (όπως ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη
- ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους
- ↪ ἡμιθέων γένος
- ↪ τῷ ἀνθρωπείῳ γένει
- ↪ τὸ τῶν περιστερῶν γένος
- φύλο
- ↪ τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ (Πλάτωνας) → χρειάζεται παράθεμα
- στη λογική το γένος είναι το αντίθετο του είδους
Πηγές
- γένος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)