petite-fille

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 13:11, 19 Οκτωβρίου 2011 από τον Flubot (συζήτηση | συνεισφορές) (Εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
petite-fille petites-filles

petite-fille (fr) θηλυκό (αρσενικό petit-fils)

  1. η εγγονή

Αντώνυμα