γένος
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένος | τα | γένη |
γενική | του | γένους | των | γενών |
αιτιατική | το | γένος | τα | γένη |
κλητική | γένος | γένη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γένος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νος
Ουσιαστικό
γένος ουδέτερο
- ένα σύνολο ανθρώπων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, ευρύτερο από την οικογένεια
- το έθνος, ιδιαίτερα το ελληνικό
- μία ευρύτερη έννοια που μπορεί να υποδιαιρείται σε επιμέρους έννοιες - είδη
- (γραμματική) γραμματική κατηγορία που αποδίδεται σε ονόματα ουσιαστικά ή επίθετα, σε μετοχές ή αντωνυμίες· στην ελληνική γλώσσα διακρίνουμε το αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο γένος
- (ταξινομία) υποδιαίρεση των ταξινομικών βαθμίδων, ανώτερη από το είδος και κατώτερη από την οικογένεια
- της μητέρας το πατρικό επώνυμο (επίθετο)
- ↪ Η Ελένη Χατζηαργύρη, το γένος Γαρυφαλλίδου, υπήρξε ηθοποιός του θεάτρου
- το κοινωνικό φύλο ενός ατόμου, το οποίο είναι βασισμένο στο σύνολο των χαρακτηριστικών που παραπέμπουν στη θηλυκότητα, την αρρενωπότητα ή την ανδρογυνία, στους έμφυλους ρόλους και στη ταυτότητα φύλου.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γένος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- γένος < από θέμα του γίγνομαι
Ουσιαστικό
γένος
- καταγωγή,οικογένεια
- οἱ ἐν γένει (οι συγγενείς κάθε βαθμού γενικά)
- οἱ ἔξω γένους (οι μη οικείοι)
- ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί (κρατάω από την Ιθάκη, το γένος μου είναι από την Ιθάκη)
- εξ αίματος συγγένεια, η ευθεία, κάθετη συγγένεια
- γένει υἱός ( : ο εκ γενετής, βιολογικός, φυσικός γιος, σε αντιδιαστολή προς τον θετό)
- γένος γάρ, ἀλλ᾽ οὐχὶ συγγένεια (Ισαίος σε δίκη για κληρνομικά, βλ. σημείωση)
- παιδί, εγγόνι, απόγονος
- ομάδα ομοειδών (π.χ. ζώων και φυτών) που περιλαμβάνει πολλά είδη
- ομάδα πλασμάτων του ίδιου είδους
- ἡμιθέων γένος
- τῷ ἀνθρωπείῳ γένει
- τὸ τῶν περιστερῶν γένος
- φύλο
- τὰ γένη τὰ τῶν ἀνθρώπων.... δύο, ἄρρεν καὶ θῆλυ (Πλάτωνας)
- στη λογική το γένος είναι το αντίθετο του είδους
Πηγές
- γένος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γένος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Ταξινομία (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)