χαλέπιος πεύκη
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χαλέπιος πεύκη | αἱ | χαλέπιοι πεῦκαι | ||||
γενική | τῆς | χαλεπίου πεύκης | τῶν | χαλεπίων πευκῶν | ||||
δοτική | τῇ | χαλεπίῳ πεύκῃ | ταῖς | χαλεπίοις πεύκαις | ||||
αιτιατική | τὴν | χαλέπιον πεύκην | τὰς | χαλεπίους πεύκας | ||||
κλητική ὦ! | χαλέπιε πεύκη | χαλέπιοι πεῦκαι | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλέπιος πεύκη (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη χαλέπια πεύκη
Προφορά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]χαλέπιος πεύκη θηλυκό
- (στην καθαρεύουσα)
- (στη νέα ελληνική, λόγιο) λογιότερη μορφή για το χαλέπια πεύκη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλέπιος πεύκη
→ δείτε τη λέξη χαλέπια πεύκη |