About: Tramp trade

An Entity of Type: Thing, from Named Graph: http://dbpedia.org, within Data Space: dbpedia.org

A boat or ship engaged in the tramp trade is one which does not have a fixed schedule, itinerary nor published ports of call, and trades on the spot market as opposed to freight liners. A steamship engaged in the tramp trade is sometimes called a tramp steamer; similar terms, such as tramp freighter and tramper, are also used. Chartering is done chiefly on London, New York, and Singapore shipbroking exchanges. The Baltic Exchange serves as a type of stock market index for the trade.

Property Value
dbo:abstract
  • Γενικά αδρομολόγητο πλοίο ή ελεύθερο πλοίο, λεγόμενο και τραμπ (tramp) χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε πλοίο που δεν τηρεί καθορισμένο δρομολόγιο. Συνήθως είναι φορτηγό πλοίο που ναυλώνεται από τους του, κατόπιν ναυλοσυμφώνου σε ένα ναυλωτή που υπό τους όρους του συμβολαίου το φορτώνει και καθορίζει τους λιμένες προσέγγισης φορτοεκφόρτωσης με τις πιθανές ημερομηνίες κατάπλου στον κάθε λιμένα. Το δρομολόγιο αυτών των πλοίων και ο αριθμός των λιμένων προσέγγισης εξαρτάται κυρίως από τις δυνατότητες διάθεσης καταλλήλων φορτίων. Επειδή όμως τόσο τα φορτία όσο και οι λιμένες ποικίλουν κατά εποχές και γεωγραφική θέση συμβαίνει πολλές φορές τα πλοία αυτής της κατηγορίας να περιπλανώνται στις θάλασσες επί πολύ χρόνο ή να μένουν αγκυροβολημένα «εν αναμονή εντολών». Για το λόγο αυτό σ΄ αυτά τα πλοία δεν προβλέπονται χώροι ενδιαίτησης επιβατών. Τα πλοία της κατηγορίας αυτής συνήθως σχεδιάζονται (ναυπηγούνται) για να μεταφέρουν ογκώδη φορτία όπως σιτηρά άργιλο, πίσσα, τσιμέντο, αλάτι, μεταλλεύματα κ.λπ ή ακόμα και γενικό φορτίο. Σήμερα για μείωση του χρόνου αναμονής ναύλωσης (αναμονής εντολών) ναυπηγούνται πλοία που μπορούν να μεταφέρουν είτε μόνο ένα είδος ορισμένου φορτίου είτε και άλλο είδος από τον τόπο προρισμού, δηλαδή πετρελαιοφόρο που φθάνοντας στον προορισμό μετά την εκφόρτωσή του, φορτώνει από ίδιο λιμένα μετάλλευμα ή σιτηρά για επόμενο λιμένα προορισμού. Τα αδρομολόγητα πλοία γενικά είναι μεγάλα φορτηγά για να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα φορτίου, όχι όμως και πολύ μεγάλα ώστε να μπορούν να προσεγγίζουν σε μικρούς λιμένες εφόσον το συμφέρον του πλοιοκτήτη το επιβάλει. Έτσι η χωρητικότητα αυτών κυμαίνεται από 3.000 μέχρι 12.000 τόνους γκρος. Παρά το ότι και η ταχύτητα των πλοίων «τραμπ» αποτελεί μία επιθυμητή ιδιότητα, εν τούτοις επειδή αυξάνει σημαντικά το κόστος (έξοδα) του ταξιδιού κυμαίνεται μεταξύ 12 και 16 κόμβων. Το πλεονέκτημα των πλοίων αυτών που συνήθως ναυλώνονται για ένα ή περισσότερα ταξίδια ή κατά συγκεκριμένο χρόνο είναι ότι μπορούν να επωφελούνται από τις καλές εξελίξεις της ναυλαγοράς, και αντίθετα το μειονέκτημά τους είναι ότι σε περιόδους ύφεσης, όταν η μεγάλη προσφορά τέτοιων πλοίων πιέζει τη ναυλαγορά, να δυσκολεύονται να βρουν φορτία για μεταφορά. Στο σημείο αυτό αξίζει ν΄ αναφερθεί ότι οι Έλληνες πλοιοκτήτες θεωρούνται να κατέχουν παγκοσμίως τη μεγαλύτερη ροπή διαχείρισης ελεύθερων φορτηγών πλοίων. Κάθε πλοίο που ολοκλήρωσε τους όρους ναύλωσής του και είναι έτοιμο για νέα ναύλωση λέγεται αδρομολόγητο ή ελεύθερο (για ναύλωση). (el)
  • In der Trampschifffahrt (auch Bedarfsschifffahrt, alte Schreibweise Trampschiffahrt) fährt ein Frachtschiff – im Unterschied zur Linienschifffahrt – ohne festgelegten Fahrplan und ohne feste Routen in Form des Charterverkehrs. (de)
  • Le tramping (de l'anglais tramp : vagabond) anglicisme couramment utilisé, désigne le transport maritime à la demande, par un navire de commerce non affecté à une ligne régulière. C'est une forme de colportage de port en port. (fr)
  • A boat or ship engaged in the tramp trade is one which does not have a fixed schedule, itinerary nor published ports of call, and trades on the spot market as opposed to freight liners. A steamship engaged in the tramp trade is sometimes called a tramp steamer; similar terms, such as tramp freighter and tramper, are also used. Chartering is done chiefly on London, New York, and Singapore shipbroking exchanges. The Baltic Exchange serves as a type of stock market index for the trade. The term tramper is derived from the British meaning of "tramp," as being an itinerant beggar or vagrant. In this context, it was first documented in the 1880s, along with "ocean tramp" (at the time many sailing vessels engaged in irregular trade as well). (en)
  • In de zeescheepvaart is de wilde vaart, trampvaart of tramping het varen waar er maar lading is. Er zijn geen vaste routes, vastgestelde tarieven en vaste frequenties wat wel bij de lijnvaart het geval is. De schepen maken charterreizen en worden voor een of meerder reizen ingehuurd. De schepen vervoeren vooral, maar niet uitsluitend, bulkgoederen waarbij weinig voorzieningen op het schip noodzakelijk zijn. Het aanbod van lading en vervoerder komen samen op internationale beurzen zoals de Baltic Exchange in Londen. Medio 19e eeuw kwam deze vorm van transport op. Stoomschepen namen de rol van zeilschepen over en omdat zij onafhankelijk waren van de wind was de aankomsttijd van een reis beter te plannen. Vooral steenkool werd in het begin van de wilde vaart op basis van chartercontracten vervoerd. In de wilde vaart op zee worden scheepsofficieren en machinisten afgelost als hun 'dienst' erop zit. Zo'n dienst duurde tot de jaren zeventig soms wel een jaar, maar duren tegenwoordig tot hooguit zes weken à twee maanden. Ligt een schip dan bijvoorbeeld in een haven in een ander land of werelddeel, dan gaat de zeeman wiens 'dienst' erop zit met het vliegtuig naar huis, terwijl zijn of haar opvolger juist met het vliegtuig naar het schip vertrekt. (nl)
  • Tramp – określenie statku niepływającego w żegludze regularnej, liniowej, a tzw. trampowej, czyli takiej, w której statek nie posiada ustalonego rozkładu jazdy czy trasy, bierze zaś ładunek w porcie „A”, wiezie go do portu „B”, gdzie dostaje towar do przewiezienia do portu „C”, następnie „D” itd. Mianem tym określane są głównie masowce do przewozu węgla, rudy, fosforytów i innych podobnych całookrętowych ładunków. Różnica pomiędzy liniowcem a trampem polega na tym, że powrót trampa do portu macierzystego jest trudny do przewidzenia. Tramp uniwersalny to statek pośredni pomiędzy drobnicowcem a masowcem posiadający międzypokład, co pozwala na łatwiejsze przewożenie drobnicy, ale komplikuje przewóz ładunków masowych. (pl)
  • Trampsjöfart eller trampfart kallas det då ett fartyg inte har någon speciell fraktlinje eller tidtabell som det trafikerar. Fartyg i trampsjöfart tar löpande den last de kan få tag i, och seglar dit frakten önskas bli transporterad. Trampsjöfart utgör motsatsen till linjesjöfart. Ordet kommer från det engelska ordet tramp, "luffare"Trampsjöfart förekommer bland en större del av världens tankfartyg, och bulkfartyg. Det kallas ofta cross-trade, men det brukar dessutom innebära att fartyget inte anlöper hemlandet emellan, utan går från land till land i utrikes frakt. För svenska rederier var godstransport i trampfart 8 % av den samlade nettoomsättningen år 2012 enligt officiell statistik från Trafikanalys. (sv)
dbo:thumbnail
dbo:wikiPageExternalLink
dbo:wikiPageID
  • 1132522 (xsd:integer)
dbo:wikiPageLength
  • 13880 (xsd:nonNegativeInteger)
dbo:wikiPageRevisionID
  • 1113283167 (xsd:integer)
dbo:wikiPageWikiLink
dbp:date
  • 2022-04-21 (xsd:date)
dbp:url
dbp:wikiPageUsesTemplate
rdfs:comment
  • In der Trampschifffahrt (auch Bedarfsschifffahrt, alte Schreibweise Trampschiffahrt) fährt ein Frachtschiff – im Unterschied zur Linienschifffahrt – ohne festgelegten Fahrplan und ohne feste Routen in Form des Charterverkehrs. (de)
  • Le tramping (de l'anglais tramp : vagabond) anglicisme couramment utilisé, désigne le transport maritime à la demande, par un navire de commerce non affecté à une ligne régulière. C'est une forme de colportage de port en port. (fr)
  • Γενικά αδρομολόγητο πλοίο ή ελεύθερο πλοίο, λεγόμενο και τραμπ (tramp) χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε πλοίο που δεν τηρεί καθορισμένο δρομολόγιο. Συνήθως είναι φορτηγό πλοίο που ναυλώνεται από τους του, κατόπιν ναυλοσυμφώνου σε ένα ναυλωτή που υπό τους όρους του συμβολαίου το φορτώνει και καθορίζει τους λιμένες προσέγγισης φορτοεκφόρτωσης με τις πιθανές ημερομηνίες κατάπλου στον κάθε λιμένα. Κάθε πλοίο που ολοκλήρωσε τους όρους ναύλωσής του και είναι έτοιμο για νέα ναύλωση λέγεται αδρομολόγητο ή ελεύθερο (για ναύλωση). (el)
  • A boat or ship engaged in the tramp trade is one which does not have a fixed schedule, itinerary nor published ports of call, and trades on the spot market as opposed to freight liners. A steamship engaged in the tramp trade is sometimes called a tramp steamer; similar terms, such as tramp freighter and tramper, are also used. Chartering is done chiefly on London, New York, and Singapore shipbroking exchanges. The Baltic Exchange serves as a type of stock market index for the trade. (en)
  • Tramp – określenie statku niepływającego w żegludze regularnej, liniowej, a tzw. trampowej, czyli takiej, w której statek nie posiada ustalonego rozkładu jazdy czy trasy, bierze zaś ładunek w porcie „A”, wiezie go do portu „B”, gdzie dostaje towar do przewiezienia do portu „C”, następnie „D” itd. Mianem tym określane są głównie masowce do przewozu węgla, rudy, fosforytów i innych podobnych całookrętowych ładunków. Różnica pomiędzy liniowcem a trampem polega na tym, że powrót trampa do portu macierzystego jest trudny do przewidzenia. (pl)
  • In de zeescheepvaart is de wilde vaart, trampvaart of tramping het varen waar er maar lading is. Er zijn geen vaste routes, vastgestelde tarieven en vaste frequenties wat wel bij de lijnvaart het geval is. De schepen maken charterreizen en worden voor een of meerder reizen ingehuurd. De schepen vervoeren vooral, maar niet uitsluitend, bulkgoederen waarbij weinig voorzieningen op het schip noodzakelijk zijn. (nl)
  • Trampsjöfart eller trampfart kallas det då ett fartyg inte har någon speciell fraktlinje eller tidtabell som det trafikerar. Fartyg i trampsjöfart tar löpande den last de kan få tag i, och seglar dit frakten önskas bli transporterad. Trampsjöfart utgör motsatsen till linjesjöfart. Ordet kommer från det engelska ordet tramp, "luffare"Trampsjöfart förekommer bland en större del av världens tankfartyg, och bulkfartyg. Det kallas ofta cross-trade, men det brukar dessutom innebära att fartyget inte anlöper hemlandet emellan, utan går från land till land i utrikes frakt. (sv)
rdfs:label
  • Trampschifffahrt (de)
  • Αδρομολόγητο πλοίο (el)
  • Tramping (fr)
  • Wilde vaart (nl)
  • Tramp (statek) (pl)
  • Tramp trade (en)
  • Trampsjöfart (sv)
owl:sameAs
prov:wasDerivedFrom
foaf:depiction
foaf:isPrimaryTopicOf
is dbo:type of
is dbo:wikiPageDisambiguates of
is dbo:wikiPageRedirects of
is dbo:wikiPageWikiLink of
is dbp:shipType of
is foaf:primaryTopic of
Powered by OpenLink Virtuoso    This material is Open Knowledge     W3C Semantic Web Technology     This material is Open Knowledge    Valid XHTML + RDFa
This content was extracted from Wikipedia and is licensed under the Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 Unported License