Βασκική λογοτεχνία
Ως βασκική λογοτεχνία ορίζεται η λογοτεχνία που χρησιμοποιεί τη βασκική γλώσσα και εντοπίζεται στις παραδοσιακά βασκόφωνες περιοχές της Ισπανίας και της Γαλλίας. Μέχρι τον 16ο αιώνα περιορίστηκε σε προφορικό και λαϊκό επίπεδο· η πρώτη έκδοση λογοτεχνικού βιβλίου στα βασκικά (Linguae Vasconum Primitiae από τον Μπερνάρτ Ετσεπάρε) πραγματοποιήθηκε το 1545[1] και ακολουθήθηκε από τρεισήμισι αιώνες εκδόσεων κυρίως θρησκειολογικών κειμένων και απολογητικών δοκιμίων περί της βασκικής γλώσσας και ταυτότητας. Σημαντικότερη μορφή της βασκικής λογοτεχνίας θεωρείται ο ναβαρρέζος Πέδρο δε Ατσουλάρ, συγγραφέας του ασκητικού Gero («Μετά», 1643).
Τα σοβαρά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει η βασκική λογοτεχνία οφείλονταν στο παραδοσιακά χαμηλό της κύρος και την απουσία μιας σταθερής βασκικής κοινής γραπτής και προφορικής, που ενισχυόταν από την απαγόρευση χρήσης των βασκικών στο δημόσιο τομέα. Οι βασκόφωνοι διανοούμενοι ιστορικά έγραψαν στα ισπανικά και στα γαλλικά.[2]
Σημαντικός παράγοντας για την ανάδειξή της υπήρξε το ενδιαφέρον που ξένοι διανοούμενοι και περιηγητές επέδειξαν για την βασκική κουλτούρα ήδη από την εποχή του Ρομαντισμού (Αλεξάντερ φον Χούμπολτ). Η ίδρυση της Ακαδημίας της Βασκικής Γλώσσας το 1919, που κανονικοποίησε την γλώσσα (euskal batua) και η επιβίωσή της στα χρόνια της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο έθεσαν τις βάσεις για την σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, που παρουσιάζει σημαντικούς συγγραφείς (π.χ. Μπερνάρδο Ατσάγα) και ένα αξιοπρόσεκτο αριθμό εκδόσεων.
Οι βασκικές διάλεκτοι στη λογοτεχνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν την εδραίωση της βασκικής κοινής στα μέσα του 20ού αιώνα, οι κατά τόπους και χρόνους συγγραφείς στα βασικά χρησιμοποίησαν στα γραπτά τους μία από τις έξι διαλέκτους που υφίστανται ήδη από το μεσαίωνα. Το βάρος που είχε η λογοτεχνική παραγωγή της γαλλικής Χώρας των Βάσκων έθεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα την διάλεκτο του Λαπούρδι ως πρότυπο για την λογοτεχνική παραγωγή. Από την πλευρά της Ισπανίας κυρίαρχη ήταν η διάλεκτος της Γκιπούθκοα, ενώ αρκετά έργα γράφτηκαν και σε αυτή της Βισκαΐας.[3]
Ιστορίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι απαρχές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα γραπτά δείγματα βασκικής γλώσσας χρονολογούνται από τον 11ο αιώνα και εντοπίζονται στο περιθώριο των λατινικών κειμένων του κώδικα Aemilianensis 60, του μοναστηριού Σαν Μιγιάν ντε λα Κογόγια στη Ριόχα. Δεν πρόκειται παρά για μονάχα δύο σύντομες φράσεις, που χρησιμοποιήθηκαν από τους αντιγραφείς για να τους βοηθήσουν να κατανοήσουν το νόημα του κειμένου και συνυπάρχουν μαζί με άλλες σημειώσεις σε ρομανική διάλεκτο.
Το πρώτο λογοτεχνικό κείμενο στα βασκικά που εκδόθηκε ήταν το Linguae Vasconum Primitiae από τον κληρικό από την Κάτω Ναβάρρα, Μπερνάτ Ετσεπάρε. Πρόκειται για μια μικρή συλλογή ποιημάτων με ερωτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο[4], παρόμοιου ύφους με αυτό του καστιλιανού Χουάν Ρουΐθ. Έτερη μορφή της βασκικής λογοτεχνίας της εποχής είναι ο Γιοχάνες Λασαριάγα από το Λαμπούρ,[5] καλβινιστής μεταφραστής της Βίβλου στα βασκικά (1571) για χάρη της βασίλισσας της Κάτω Ναβάρας. Τότε εκδόθηκαν από τον Εστέβαν ντε Γκαριβάι, ιστορικό από το Μοντραγόν, και πολλά από τα μεσαιωνικά βασκικά ποιητικά άσματα που αναφέρονται στην μεσαιωνική πραγματικότητα της Χώρας των Βάσκων.[6]
Το 2004 ανακαλύφθηκε ένα χειρόγραφο που περιέχει διάφορα ποιήματα και ένα ποιμενικό μυθιστόρημα του Χουάν Πέρεθ ντε Λαθαράγα. Συγγράφηκε μεταξύ 1564 και 1567 και θέτει το χρονικό όριο των απαρχών της πεζογραφίας στα βασκικά ενώ αποδεικνύει την επικοινωνία της βασκικής λογοτεχνίας με την ιταλική Αναγέννηση.
17ος αιώνας, ο αιώνας του Ασουλάρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λογοτεχνία του 17ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε από την Καθολική Εκκλησία για να προωθήσει τις ιδέες και τις πρακτικές της Αντιμεταρρύθμισης και γι’ αυτό και περιορίστηκε σε θρησκειολογικά κείμενα. Η επαρχία του Λαμπούρ, Λαπούρδι στα βασκικά, στη γαλλική Χώρα των Βάσκων λειτούργησε ως κέντρο λόγω της οικονομικής και κοινωνικής της ακμής που απέρρεε από το εμπόριο. Η έντονη προφορικότητα της ποίησης και της πεζογραφίας που υιοθέτησε ήταν βασικές για την επίτευξη του βασικού της στόχου, την κατήχηση του λαού.
Στο πλαίσιο αυτό της Αντιμεταρρύθμισης διαμορφώθηκε η λεγόμενη Σχολή της Σάρα (Sare στα γαλλικά). Κεντρική μορφή ήταν αυτή του Ασουλάρ (Axular), που συγκέντρωσε γύρω του το σύνολο των βάσκων κληρικών της περιοχής του Λαπούρδι· αυτοί κατάφεραν να θέσουν τις βάσεις της γραπτής βασκικής γλώσσας, την οποία ανέδειξαν σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείται ο 17ος αιώνας, αιώνας ακμής της. Καλλιέργησαν κυρίως την ποίηση.
Ασουλάρ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πέδρο Αγίρε Ασπιλικουέτα γεννήθηκε στο χωριό Ουρδάς της Ναβάρρας. Σπούδασε ποιμαντική στην Παμπλόνα και ανθρωπιστικές επιστήμες, ρητορική και φιλοσοφία στη Λιέιδα και τη Σαλαμάνκα. Το 1596 έγινε ιερέας στη γαλλική χώρα των Βάσκων, στο Σαν Ζαν ντε Λου και στη συνέχεια στη Σάρα. Κατηγορήθηκε λόγω της προέλευσής του από ένα εχθρικό βασίλειοαλλά εν τέλει αθωώθηκε από τον βασιλιά της Γαλλίας, Ερρίκο Δ΄, που ακόμη διατηρούσε τις βλέψεις του για ανασύσταση του βασιλείου της Ναβάρρα.
Το μοναδικό λογοτεχνικό βιβλίο του Ασουλάρ υπήρξε το Gero (‘Μετά’, 1643), ένα ασκητικό πεζογράφημα που επικοινωνεί άμεσα με τον πιο γνωστό μυστικό συγγραφέα του ισπανικού Χρυσού Αιώνα, Λουίς δε Λεόν. Χρησιμοποιώντας έναν καθαρό γραπτό λόγο διανθισμένο από ρητορικά σχήματα, εκθέτει τον πόνο και τα βάσανα που προκαλεί η μετάθεση της αληθινής παράδοσης του εαυτού του πιστού στον Ιησού Χριστό.
Άλλοι συγγραφείς που έδρασαν με κέντρο το Λαπούρδι και χρησιμοποίησαν την τοπική του διάλεκτο, ήταν ο Εστέβε Ματέρ (Esteve Materre), συγγραφέας που, αν και δεν είχε τα βασκικά ως μητρική του γλώσσα, υποστήριζε την μελέτη και χρήση της λόγιας γλώσσας και το λαϊκό χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχει το κήρυγμα[7]· ο Σιλβάν Πουβρώ (Silvain Pouvreau), Γάλλος από το Μπορντώ που μετέφρασε διάφορα θρησκευτικά έργα. Ο Πιέρ Νορέ ή Ετσεβέρι μετέφρασε στα βασκικά ένα μη θρησκευτικό βιβλίο, το Itsasoko nabigazionekoa (1677), που περιέχει οδηγίες πλεύσεις στον ωκεανό για τους ναυτικούς.[8]
18ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο 18ος αιώνας μετέθεσε το βάρος της λογοτεχνικής παραγωγής από τη γαλλική στην ισπανική Χώρα των Βάσκων. Κυρίαρχη προσωπικότητα είναι αυτή του κληρικού Μανουέλ ντε Λαραμέντι, που θέτει τις αρχές της διαμόρφωσης του κινήματος υπέρ της βασκικής γλώσσας και κουλτούρας.[9] Έγραψε κυρίως στα ισπανικά (π.χ. την πρώτη πλήρη γραμματική της βασκικής με τίτλο El imposible vencido, arte de la lengua bascongada, 1729) και συνέθεσε το σημαντικότατο για την ιστορία της βασκικής φιλολογίας τρίγλωσσο λεξικό ισπανικών-βασκικών-λατινικών (Diccionario Trilingüe del Castellano, Bascuence y Latín, 1745)[10], που το συνόδευσε με μια πολυσέλιδη εισαγωγή δοκιμιακού χαρακτήρα. Το έργο αυτό, παρά τις ελλείψεις και τις ετυμολογικές του αδυναμίες, ήταν η βάση όλων των λεξικογράφων των δύο επόμενων αιώνων.[11]
Κατά τα άλλα, η λογοτεχνία συνέχισε να παράγει κυρίως κείμενα θρησκευτικού χαρακτήρα (π.χ. Σεβαστιάν ντε Μεντιβούρου). Σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της βασκικής πολιτισμικής σφαίρας έπαιξαν τα ταξίδια και οι δημοσιεύσεις του πρώσσου διανοούμενου Βίλχελμ φον Χούμπολτ γύρω από τη γαλλική Χώρα των Βάσκων.[12]
19ος αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο επόμενος αιώνας έστρεψε την προσοχή στην λαϊκή λογοτεχνική παραγωγή. Η άνθηση της βασκικής λαϊκής προφορικής ποίησης αποδεικνύεται από τη δημοτικότητα δύο λαϊκών βάρδων, του Ετσαούν στην γαλλική πλευρά και του Ιπαραγίρε στην ισπανική. Το ενδιαφέρον που επέδειξε ο γάλλος πρίγκιπας Λουκιανός Βοναπάρτης για τη βασκική κουλτούρα τον μετέτρεψε σε ένθερμο υποστηρικτή της τοπικής λογοτεχνικής παραγωγής καθώς πολλά έργα εκδόθηκαν με δικά του έξοδα.[13]
Η διάλεκτος της Βισκαΐας αναδείχθηκε από το έργο του Χουάν Αντόνιο δε Μογέλ ι Ουρκίσα, συγγραφέα του Peru Abarca, ενός πολυεπίπεδου βιβλίου που ουσιαστικά, μέσω των διδακτικών διαλόγων που παρουσιάζονται στο κεντρικό του σκέλος, αποτελεί μια υπενθύμιση του πλούτου της βασκικής γλώσσας του οποίου φύλακες είναι οι απλοί άνθρωποι της επαρχίας και όχι οι λόγιοι.[14]
20ός αιώνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο 20ός αιώνας υπήρξε μια εποχή κατά την οποία η βασκική λογοτεχνία πέρασε από διάφορα στάδια. Το 1919 ιδρύθηκε η Βασκική Ακαδημία της Γλώσσας, και ξεκίνησε η συζήτηση περί της διαμόρφωσης μιας κοινής γραπτής βασκικής. Δύο τάσεις κυριάρχησαν, αυτή των συγγραφέων που απεμπόλησαν πολλούς γραμματικούς και λεξικούς τύπους-δάνεια από τα λατινικά ή τις ρομανικές γλώσσες και αυτοσχεδίασαν νέους τύπους, και αυτή των συγγραφέων που αν και χαρακτηρίζονταν από ορισμένες αναθεωρητικές τάσεις, είχαν ως πρότυπο τους κλασικούς βάσκους συγγραφείς. Τα έργα των τελευταίων ήταν αυτά που επιβίωσαν.
Ο Ρεσουρεκθιόν Μαρία δε Άθκουε συνέγραψε το έτερο μεγάλο λεξικό Diccionario Vasco-Español-Francés όπου επεξηγούσε στα ισπανικά και στα γαλλικά τις σημασίες των βασκικών λέξεων.[15] Στην ποίηση τα ονόματα του Σαβιέρ δε Λισάρδι, γνωστού για το συμβολισμό του έργου του και για την ανάδειξη της βασκικής φύσης[16], του Εστεβάν ντε Ουρκιάγα (γνωστός με το ψευδώνυμο Lauaxeta, «τέσσερις άνεμοι») και του Νικολάς Ορμαετσέα (ψευδώνυμο Orixe, Ορίσε), συγγραφέα του ποιήματος Euskaldunak (‘Οι Βάσκοι’), επικού-ποιμενικού χαρακτήρα με πάνω από 12000 στίχους. Στην πρόζα ξεχώρισε η φιγούρα του πεζογράφου Ντομίνγκο δε Αγίρε, που ασχολήθηκε με το ιστορικό μυθιστόρημα (Auñemendiko Lorea, ‘Το άνθος των Πυρηναίων’, 1898) και γενικότερα την ηθογραφία (Kresala, Θαλασσινό νερό, 1906).
Το 1897 έκανε την εμφάνισή του στη γαλλική πλευρά (Μπαγιόν) το περιοδικό Eskualduna, μέσω του οποίου εκφράστηκε η πρώτη γενιά βάσκων δημοσιογράφων μέλη της οποίας ήταν προσωπικότητες όπως ο Ζαν Ιριάρτ-Ουρούτι και ο Ζαν Ετσεπάρε. Εκεί δημοσιεύθηκαν τα πρώτα άρθρα επιστημονικής εκλαΐκευσης και οι πρώτες ενδείξεις σύγχρονης πεζογραφίας στα βασκικά. Ο συντηρητισμός του περιοδικού ώθησε τα μέλη του στη συνεργασία με την Πεταίν κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, γεγονός που έφερε την πτώση του περιοδικού και την αντικατάστασή του το 1944 από το Herria, που εκδίδεται μέχρι σήμερα και πρώτος διευθυντής του οποίου υπήρξε ο Πιάρ Λαφίτ.
Μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τον εμφύλιο πόλεμο η βασκική λογοτεχνία πέρασε μια πολύ δύσκολη περίοδο. Τα πρώτα βιβλία που εκδόθηκαν ήταν το Urrundi ('Από μακριά', στο Μεξικό το 1945) από τον σύμβουλο της εξόριστης βασκικής κυβέρνησης Τελεσφόρο Μονθόν και το ποίημα «Arantzazu» του Σαλβαδόρ Μιστελένα (το 1949 στη Γουατεμάλα).
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 μερικοί νέοι συγγραφείς ξεκίνησαν να εκδίδουν έργα τους. Μεταξύ αυτών ήταν ο Γκαβριέλ Αρέστι, σημαντικότερο βιβλίο του οποίου ήταν το Harri eta herri (‘Πέτρα και λαός’, 1964), στη γραμμή της κοινωνικής ποίησης. Το ποίημα αυτό αποτύπωσε την κοσμοθεωρία μιας νέας γενιάς βάσκων, αυτής που ζει στην πόλη και αντιμετωπίζει τα υπάρχοντα κοινωνικά προβλήματα, απομακρυσμένη από την κοινότοπη εικόνα του βασκικού χωριού όπως παρουσιάζεται στο ποίημα «Euskaldunak» του Ορίσε. Ο Αρέστι σχετίζεται με το έργο βάσκων ποιητών που εκφράστηκαν στα ισπανικά, όπως ο Μπλας δε Οτέρο και ο Γκαβριέλ Θελάγια, με τους οποίους τον ένωσε μια κοινή αίσθηση κοινωνικής ευθύνης. Ο ίδιος ποιητής διατήρησε στενές σχέσεις με τις πρώτες βασκικές θεατρικές ομάδες και το μουσικό σχήμα Ez dok Hamairu, του πρωτοπόρους στο χώρο του λεγόμενου Euskal Kantu Berria (‘Νέο Βασκικό Τραγούδι’).
Σχετικά με την πεζογραφία, σημαντικός σταθμός υπήρξε το μυθιστόρημα Leturiaren egunkari ezkutua (‘Μυστικό ημερολόγιο της Λετούρια’) του Χοσέ Λουΐς Άλβαρεθ Ενπαράντσα, που θεωρείται το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα γραμμένο στα βασκικά. Αυτή η διάθεση ανανέωσης συνεχίστηκε από τον Ραμόν Σαϊσαρβιτόρια (με τα Egunero Hasten delako, ‘Γιατί ξεκινά κάθε μέρα’, 1969 και το Ehun Metro, ‘Εκατό μέτρα’, 1976, επηρεασμένα από το Nouveau Roman της δεκαετίας του 1970) και τον Άνχελ Λερτσούντι.
Σύγχρονη βασκική λογοτεχνία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προς το τέλος της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο, σταδιακά διαμορφώθηκε ένας εκδοτικός κόσμος που δημοσιεύει γύρω στους 1500 τίτλους το χρόνο και αποτελείται από 300 περίπου συγγραφείς. Ο πιο γνωστός βάσκος συγγραφέας στο εξωτερικό είναι ο Μπερνάρδο Ατσάγα, ιδιαίτερα για τα μυθιστορήματά του Ομπαμπακόακ και Behi euskaldun baten memoriak (‘Μνήμες μιας αγελάδας’), που έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι πέντε γλώσσες.
Ο 21ος αιώνας έφερε στο φως μια νέα γενιά συγγραφέων που έχουν λάβει όλη την εκπαίδευσή τους στα βασκικά. Ένας από αυτούς, ο Ουνάι Ελοριάγα έλαβε το Εθνικό Βραβείο Πεζογραφίας της Ισπανίας το 2002 με το μυθιστόρημά του SPrako Tranbia. Άλλος σημαντικός σύγχρονος βάσκος συγγραφέας είναι ο Κίρμεν Ουρίβε.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Villasante (1979), 49.
- ↑ Villasante (1979), 19.
- ↑ Villasante (1979), 45.
- ↑ Villasante (1979), 53.
- ↑ Villasante (1979), 56.
- ↑ Villasante (1979), 63.
- ↑ Villasante (1979), 69.
- ↑ Villasante (1979), 95.
- ↑ Villasante (1979), 102.
- ↑ Villasante (1979), 135.
- ↑ Villasante (1979), 137.
- ↑ Villasante (1979), 118.
- ↑ Villasante (1979), 174.
- ↑ Villasante (1979), 213.
- ↑ Villasante (1979), 384.
- ↑ Villasante (1979), 343.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Luis Villasante, Historia de la literatura vasca (1979). 2η έκδοση. Editorial Aranzazu, Μπούργος.
- Joxe Azurmendi: "Die Bedeutung der Sprache in Renaissance und Reformation und die Entstehung der baskischen Literatur im religiösen und politischen Konfliktgebiet zwischen Spanien und Frankreich" In: Wolfgang W. Moelleken, Peter J. Weber (Hrsg.): Neue Forschungsarbeiten zur Kontaktlinguistik, Dümmler, Βόννη 1997. ISBN 978-3-537-86419-2