Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου
Χάρτης
Είδοςεκκλησία[1] και πρώην κτίριο ή κατασκευή
Αρχιτεκτονικήαρχαία ρωμαϊκή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°54′8″N 12°27′12″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[2]
Θρησκευτική υπαγωγήΕπισκοπή της Ρώμης
Διοικητική υπαγωγήΠαπικά Κράτη και Τομέας 1 της Ρώμης[1]
ΧώραΒατικανό[3]
Έναρξη κατασκευής4ος αιώνας
Κατεδάφιση1505
ΒραβείαΧρυσό Τριαντάφυλλο
Commons page Πολυμέσα
Τοιχογραφία που δείχνει σε τομή, άποψη της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου του Κωνσταντίνου Α΄, όπως έμοιαζε τον 4ο αι.

Η παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου ήταν τα εκκλησιαστικά κτίρια που στέκονταν, από τον 4ο έως τον 16ο αι., όπου βρίσκεται σήμερα η Βασιλική του Αγίου Πέτρου στην πόλη του Βατικανού. Η κατασκευή της βασιλικής, που κτίστηκε επάνω από την ιστορική τοποθεσία του Ιπποδρόμου του Νέρωνα, ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α'. Το όνομα «παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου» χρησιμοποιήθηκε από την κατασκευή της σημερινής βασιλικής, για να διακρίνει τα δύο κτίρια. [4]

Μια πρώιμη ερμηνεία των σχετικών τοποθεσιών του Ιπποδρόμου του Νέρωνα και των παλαιάς και σημερινής Βασιλικής του Αγ. Πέτρου.
Mάαρτεν φαν Χέεμσκερκ - Σάντα Μαρία ντελα Φέμπρε, οβελίσκος του Βατικανού, με τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου σε κατασκευή (1532).
Ένας χάρτης, π. 1590, από τον Tiμπέριο Αλφαράνo του εσωτερικού του Παλαιού Αγ. Πέτρου, σημειώνοντας τις τοποθεσίες των αρχικών παρεκκλησιών και τάφων [5].
Φοντάνα ντελα Πίνια (1ος αι. μ.Χ.), που βρισκόταν στην αυλή της Παλαιάς Βασιλικής του Αγίου Πέτρου κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε ξανά, το 1608, σε μια τεράστια κόγχη στον τοίχο του Βατικανού απέναντι από το Κορτίλε ντελα Πίνια, που βρίσκεται στην πόλη του Βατικανού, στη Ρώμη της Ιταλίας.

Η κατασκευή ξεκίνησε με διαταγές του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α' μεταξύ 318 και 322, μετά τη μεταστροφή του στο χριστιανισμό [6], και χρειάστηκε περίπου 40 χρόνια για να ολοκληρωθεί. Κατά τους επόμενους δώδεκα αιώνες, η εκκλησία σταδιακά απέκτησε σημασία, και τελικά έγινε σημαντικός τόπος προσκυνήματος στη Ρώμη.

Οι παπικές στέψεις πραγματοποιήθηκαν στη βασιλική, και το 800 ο Καρλομάγνος στέφθηκε εκεί αυτοκράτορας της αυτοκρατορίας των Φράγκων. Το 846 οι Σαρακηνοί λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τη βασιλική. [7] Οι επιδρομείς φαίνεται ότι γνώριζαν για τους εξαιρετικούς θησαυρούς της Ρώμης. Μερικές ιερές—και εντυπωσιακές—βασιλικές, όπως η Βασιλική του Αγίου Πέτρου, ήταν έξω από τα Αυρηλιανά τείχη, και επομένως εύκολοι στόχοι. Ήταν «γεμάτοι με πλούσια λειτουργικά αγγεία και με διακοσμημένες λειψανοθήκες, που φιλοξενούσαν όλα τα λείψανα που συγκεντρώθηκαν πρόσφατα». Ως αποτέλεσμα, οι επιδρομείς κατέστρεψαν τον τάφο του Αγίου Πέτρου [8] και λεηλάτησαν το ιερό προσκύνημα. [9] Σε απάντηση, ο πάπας Λέων Δ' έκτισε το τείχος του Λέοντα Δ΄ και ξαναέκτισε τα μέρη του Αγίου Πέτρου που είχαν καταστραφεί. [10]

Μέχρι τον 15ο αι., η εκκλησία κατάντησε ερείπια. Οι συζητήσεις για την επισκευή τμημάτων της κατασκευής ξεκίνησαν με την επιστροφή του πάπα από την Αβινιόν. Δύο άτομα που συμμετείχαν σε αυτή την ανακατασκευή ήταν ο Λέον-Μπατίστα Aλμπέρτι και ο Μπερνάντο Ροσελίνo, οι οποίοι βελτίωσαν την αψίδα και πρόσθεσαν εν μέρει ένα πολυώροφο αίθριο (atrium) στην πρόσοψη του αιθρίου, στο οποίο η κατασκευή συνεχίστηκε κατά διαστήματα, μέχρι να ξεκινήσει η νέα βασιλική. Ο Aλμπέρτι χαρακτήρισε τη βασιλική ως δομική αποστροφή:

Παρατήρησα στη βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη ένα έντονο χαρακτηριστικό: ένας εξαιρετικά μακρύς και υψηλός τοίχος έχει κατασκευαστεί επάνω από μια συνεχή σειρά ανοιγμάτων, χωρίς καμπύλες που να του δίνουν δύναμη και χωρίς στηρίγματα για να το στηρίξουν... Όλο το τμήμα του τοίχου έχει τρυπηθεί από πάρα πολλά ανοίγματα και κτίστηκε πολύ υψηλά... Ως αποτέλεσμα, η συνεχής δύναμη του ανέμου έχει ήδη μετατοπίσει τον τοίχο περισσότερο από έξι πόδια (1,8 m) από την κατακόρυφο. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι τελικά κάποια ελαφριά κίνηση θα το κάνει να καταρρεύσει.

Στην αρχή, ο πάπας Ιούλιος Β' είχε κάθε πρόθεση να συντηρήσει το παλαιό κτίριο, αλλά η προσοχή του σύντομα στράφηκε προς την κατεδάφιση και την κατασκευή μιας νέας κατασκευής. Πολλοί άνθρωποι της εποχής συγκλονίστηκαν από την πρόταση, καθώς το κτίριο αντιπροσώπευε την παπική συνέχεια, που χρονολογείται από τον Άγιο Πέτρο. Ο αρχικός βωμός επρόκειτο να διατηρηθεί στη νέα κατασκευή, που θα τον στέγαζε. Η εκκλησία κατεδαφίστηκε το 1505, και η κατασκευή της νέας εκκλησίας άρχισε τον επόμενο χρόνο. [11]

Χάλκινο άγαλμα του Αγίου Πέτρου από τον Aρνόλφο ντι Κόμπιο, που χρονολογείται στον 13ο αι.

Το σχέδιο ήταν μια τυπική μορφή βασιλικής [12], με την κάτοψη και το ύψος να μοιάζει με εκείνα των ρωμαϊκών βασιλικών και αιθουσών ακροατηρίου, όπως η Ουλπία Βασιλική στην Αγορά του Τραϊανού και η Aula Palatina του ίδιου του Κωνσταντίνου Α΄ στους Τρεβήρους (Tρηρ), παρά με το σχέδιο οποιουδήποτε ελληνο-ρωμαϊκού ναού. [13] Το σχέδιο μπορεί να προήλθε από την περιγραφή του ναού του Σολομώντα στο Α΄ Βασιλειών, 6 . [14]

Ο Κωνσταντίνος Α΄ κατέβαλε μεγάλους κόπους για να κτίσει τη βασιλική, στη θέση που πίστευε ο ίδιος και ο πάπας Σιλβέστρος Α' ότι ήταν ο τάφος του Αγίου Πέτρου, ο οποίος είχε γίνει γνωστός τουλάχιστον από τον δεύτερο αι. [4] [15] Αυτό επηρέασε τη διάταξη του κτηρίου, το οποίο ανεγέρθηκε στον κεκλιμένο λόφο του Βατικανού [15], στη δυτική όχθη του ποταμού Τίβερη. [4] Σημειωτέον, δεδομένου ότι ο χώρος βρισκόταν εκτός των ορίων της αρχαίας πόλης, η αψίδα με τον βωμό βρισκόταν στα δυτικά, έτσι ώστε η πρόσοψη της βασιλικής να προσεγγίζεται από την ίδια τη Ρώμη προς τα ανατολικά. Το εξωτερικό, σε αντίθεση με τους παλαιότερους ειδωλολατρικούς ναούς, δεν ήταν πολυτελώς διακοσμημένο. [4]

Η εκκλησία ήταν ικανή να στεγάσει από 3.000 έως 4.000 πιστούς ταυτόχρονα. Αποτελούνταν από πέντε κλίτη, ένα φαρδύ κεντρικό κλίτος, και δύο μικρότερα κλίτη σε κάθε πλευρά, τα οποία χωρίζονταν το καθένα από 21 μαρμάρινες κολόνες, προερχόμενες από παλαιότερα ειδωλολατρικά κτίρια. [16] Ήταν περισσότερο από 110 μ. μακριά, κτισμένη σε σχήμα λατινικού σταυρού και είχε δίριχτη στέγη, που ήταν ξύλινη στο εσωτερικό, και είχε ύψος περισσότερο από 30 μ. στο κέντρο. Τον 6ο αι. προστέθηκε στην είσοδο ένα αίθριο, γνωστό ως «Κήπος του Παραδείσου» και είχε πέντε πύλες, που οδηγούσαν στο σώμα της εκκλησίας.

Ο βωμός της Παλαιάς Βασιλικής του Αγίου Πέτρου χρησιμοποιούσε πολλές Σολομώντιες στήλες. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κωνσταντίνος Α΄ πήρε αυτές τις στήλες από τον Ναό του Σολομώντα, και τις έδωσε στην εκκλησία. Ωστόσο, οι κίονες ήταν πιθανότατα από ανατολική εκκλησία. Όταν ο Τζιάν-Λορέντσο Μπερνίνι κατασκεύασε τον ουρανό (baldacchino) του για να καλύψει το νέο βωμό του Αγίου Πέτρου, εμπνεύστηκε από το ελικοειδές σχέδιο των παλαιών κιόνων. Οκτώ από τις αρχικές στήλες μεταφέρθηκαν στις κεραίες του νέου Αγίου Πέτρου.

Το πλήρες αντίγραφο του 1628 σε λάδι του μεγάλου μωσαϊκού Navicella του Τζιότο.
1673 χαλκογραφία, που δείχνει την τοποθέτηση του ψηφιδωτού Navicella στη βασιλική.

Το μεγάλο μωσαϊκό του Πλοιάριου (Navicella) (1305–1313) στο αίθριο αποδίδεται στον Τζιότο ντι Μποντόνε. Αυτό το γιγάντιο μωσαϊκό, που παραγγέλθηκε από τον καρδινάλιο Τζάκοπο Στεφανέσκι, καταλάμβανε ολόκληρο τον τοίχο επάνω από τον νάρθηκα, που βλέπει στην αυλή. Απεικόνιζε τον Άγιο Πέτρο να περπατά επάνω στα νερά. Αυτό το εξαιρετικό έργο καταστράφηκε, κυρίως κατά την κατασκευή του νέου Αγίου Πέτρου τον 16ο αι., αλλά σώθηκαν θραύσματα. Navicella σημαίνει "μικρό καράβι" και αναφέρεται στη μεγάλη λέμβο που κυριαρχούσε στη σκηνή, και του οποίου το πανί -φουσκωμένο από τους θυελλώδεις ανέμους- φαινόταν στον ορίζοντα. Μια τέτοια φυσική αναπαράσταση ενός θαλασσινού τοπίου ήταν γνωστή μόνο από αρχαία έργα τέχνης.

Ο σηκός τελείωνε με μια αψίδα, η οποία έφερε ένα ψηφιδωτό του Αγίου Κωνσταντίνου Α΄ και του Αγίου Πέτρου, οι οποίοι παρουσίαζαν ένα ομοίωμα της εκκλησίας στον Χριστό. Στους τοίχους, με 11 παράθυρα σε κάθε πλευρά, υπήρχαν τοιχογραφίες διαφόρων ανθρώπων και σκηνές τόσο από την Παλαιά όσο και από την Καινή Διαθήκη. [17] Σύμφωνα με συνδυασμένες δηλώσεις του Λ. Γκιμπέρτι και του Τζ. Βαζάρι, ο Τζιότo ζωγράφισε πέντε τοιχογραφίες της ζωής τού Χριστού και διάφορα άλλα πλαίσια, μερικά από τα οποία ο Βαζάρι είπε ότι «ή καταστράφηκαν ή απομακρύνθηκαν από το παλαιό κτίριο του Αγίου Πέτρου κατά την οικοδόμηση των νέων τοίχων." [18]

Το θραύσμα ενός ψηφιδωτού του 8ου αι., τα Θεοφάνεια, είναι ένα από τα πολύ σπάνια εναπομείναντα κομμάτια της μεσαιωνικής διακόσμησης της Παλαιάς Βασιλικής του Αγίου Πέτρου. Το πολύτιμο θραύσμα φυλάσσεται στο σκευοφυλάκιο της Σάντα ΜΑρία ιν Κοσμεντίν. Αποδεικνύει την υψηλή καλλιτεχνική ποιότητα των κατεστραμμένων ψηφιδωτών. Ένα άλλο, μια όρθια Μαντόνα, βρίσκεται σε έναν πλαϊνό βωμό στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στη Φλωρεντία.

Από τη σταύρωση και την ταφή του Αγίου Πέτρου το 64 μ.Χ., το σημείο πιστεύεται ότι ήταν ο τάφος του Αγίου Πέτρου, όπου υπήρχε ένα μικρό προσκυνητάριο. Με το αυξανόμενο κύρος της, η εκκλησία έγινε πλούσια διακοσμημένη με αγάλματα, έπιπλα και περίτεχνους πολυελαίους και προστίθονταν συνεχώς πλευρικοί τάφοι και βωμοί. [4]

Η κατασκευή ήταν γεμάτη με τάφους και σώματα αγίων και παπών. Οστά συνέχισαν να βρίσκονται στην κατασκευή μέχρι τον Φεβρουάριο του 1544.

Οι περισσότεροι από αυτούς τους τάφους καταστράφηκαν κατά την κατεδάφιση της Παλαιάς Βασιλικής του Αγίου Πέτρου τον 16ο και 17ο αι. (εκτός από έναν, που είχε καταστραφεί κατά τη διάρκεια της λεηλασίας της εκκλησίας από τους Σαρακηνούς το 846). Τα υπόλοιπα μεταφέρθηκαν, κυρίως μόνο οι σαρκοφάγοι ή τα φέρετρα και το περιεχόμενό τους, στη σύγχρονη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, που βρίσκεται στη θέση της Παλαιάς Βασιλικής, και σε μερικές άλλες εκκλησίες της Ρώμης.

Οι μόνοι παπικοί τάφοι που επέζησαν από την κατεδάφιση, και ανακατασκευάστηκαν σωστά στον σημερινό Άγιο Πέτρο, είναι οι δύο από τη δεκαετία του 1490 από τον Aντόνιο ντελ Παλαϊουόλο, του πάπα Ιννοκεντίου Η' και του πάπα Σίξτου Δ' . Επρόκειτο για αξιόλογα και καινοτόμα έργα, με χάλκινα ομοιώματα από έναν σημαντικό Φλωρεντινό γλύπτη. [19]

Μαζί με τις επαναλαμβανόμενες μεταφορές λειψάνων από τις αρχαίες Κατακόμβες της Ρώμης, και δύο πυρκαγιές του 14ου αι. στη Μεγάλη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού, η ανοικοδόμηση του Αγίου Πέτρου είναι υπεύθυνη για την καταστροφή περίπου των μισών παπικών τάφων. Ως αποτέλεσμα, ο Donato Bramante, ο κύριος αρχιτέκτονας της σύγχρονης Βασιλικής του Αγίου Πέτρου, έμεινε στη μνήμη μας ως ο Διδάσκαλος της Καταστροφής (Maestro Ruinante). [20]

Τρίπτυχο Στεφανέσκι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εμπρόσθια πλευρά. Τέμπερα σε ξύλο. 178 × 89 εκατ. (κεντρικό πλαίσιο), 168 × 83 εκατ. (πλευρικά πλαίσια), 45 × 83 εκατ. κάθε τμήμα της βάσης (predella).
Πίσω πλευρά. Τέμπερα σε ξύλο. 178 × 89 εκατ. (κεντρικό πλαίσιο), 168 × 83 εκατ. (πλευρικά πλαίσια), 45 γ. × 83 εκατ. κάθε τμήμα της βάσης (predella).

Ο πίνακας βωμού του Στεφανέσκι είναι ένα τρίπτυχο του Ιταλού μεσαιωνικού ζωγράφου Τζιότο, το οποίο ανέθεσε ο καρδινάλιος Τζιάκομο Γκαετάνι Στεφανέσκι [21] για να χρησιμεύσει ως πίνακας βωμού για έναν από τους βωμούς της Παλαιάς Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη.

Είναι ένα σπάνιο παράδειγμα τεκμηριωμένης παραγγελίας στο έργο του Τζιότo, και περιλαμβάνει την υπογραφή του Τζιότo, αν και η ημερομηνία -όπως και οι περισσότερες ημερομηνίες για τον Τζιότo- αμφισβητείται, και πολλοί μελετητές πιστεύουν ότι το εργαστήριο του καλλιτέχνη ήταν υπεύθυνο για την εκτέλεσή της. [22] Από καιρό πιστεύεται ότι είχε κατασκευαστεί για τον κύριο βωμό της εκκλησίας. πιο πρόσφατη έρευνα υποδηλώνει ότι τοποθετήθηκε στον «βωμό των μελών του Συλλόγου του καθεδρικού», που βρίσκεται στον σηκό, ακριβώς αριστερά από το τεράστιο τοξωτό άνοιγμα στο εγκάρσιο κλίτος. [23] Τώρα βρίσκεται στην Πινακοθήκη του Βατικανού, στη Ρώμη.

  1. 1,0 1,1 (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 3830. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  2. Ανακτήθηκε στις 7  Μαρτίου 2021.
  3. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 3830. Ανακτήθηκε στις 30  Ιουλίου 2018.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Boorsch, Suzanne (Winter 1982–1983). «The Building of the Vatican: The Papacy and Architecture». The Metropolitan Museum of Art Bulletin 40 (3): 4–8. https://www.metmuseum.org/art/metpublications/the_building_of_the_vatican_the_papacy_and_architecture_the_metropolitan_museum_of_art_bulletin_v_40_no_3_winter_1982_1983. 
  5. Reardon, 2004. p. 274
  6. Marian Moffett, Michael Fazio, Lawrence Wodehouse, A World History of Architecture, 2nd edition 2008, pp. 135
  7. Davis, Raymond, The Lives of the Ninth-Century Popes (Liber pontificalis), (Liverpool University Press, 1995), 96.
  8. Partner, Peter (1972). The Lands of St. Peter: The Papal State in the Middle Ages and the Early Renaissance, Volume 10. University of California Press. σελ. 57. ISBN 9780520021815. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2019. it was not at this time unusual for Muslims to desecrate Christian Churches for the sake of desecrating them, excavation has revealed that the tomb of the apostle was wantonly smashed 
  9. Barbara Kreutz (1996). Before the Normans: Southern Italy in the Ninth and Tenth Centuries. University of Pennsylvania Press pp. 25–28.
  10. Rosemary Guiley, The Encyclopedia of Saints, (InfoBase Publishing, 2001), 208.
  11. «History of St. Peter's Basilica | 64 CE to Today». www.st-peters-basilica-tickets.com. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2024. 
  12. Sobocinski, Melanie Grunow (2005). Detroit and Rome. The Regents of the Univ of Michigan. σελ. 77. ISBN 0-933691-09-2. 
  13. Garder, Helen (2004). Gardner's Art Through the Ages With Infotrac. Thomas Wadsworth. σελ. 219. ISBN 0-15-505090-7. 
  14. De la Croix, Horst· Tansey, Richard G. (1991). Gardner's Art Through the Ages (9th έκδοση). Thomson/Wadsworth. σελ. 260. ISBN 0-15-503769-2. 
  15. 15,0 15,1 De la Croix, Horst· Tansey, Richard G. (1991). Gardner's Art Through the Ages (9th έκδοση). Thomson/Wadsworth. σελ. 259. ISBN 0-15-503769-2. 
  16. Garder, Helen (2004). Gardner's Art Through the Ages With Infotrac. Thomas Wadsworth. σελ. 619. ISBN 0-15-505090-7. 
  17. "Old Saint Peter's Basilica." Encyclopædia Britannica. 2006.
  18. Eimerl, Sarel (1967). The World of Giotto: c. 1267–1337. et al. Time-Life Books. σελ. 102. ISBN 0-900658-15-0. 
  19. Ettlinger, L. D. "Pollaiuolo's Tomb of Pope Sixtus IV", Journal of the Warburg and Courtauld Institutes, vol. 16, no. 3/4, 1953, pp. 239–74, JSTOR
  20. Patetta, Federico (1943). La figura del Bramante nel "Simia" d'Andrea Guarna (στα Ιταλικά). Roma: Accademia Nazionale dei Lincei. 
  21. His name is also often found as Jacopo Caetani degli Stefaneschi.
  22. Gardner, 57–58, gives the documentation from the obituary book of St. Peter's. Most scholars date the altarpiece to c. 1320; Gardner dates it to c. 1300; Anne Mueller von den Haegen dates it to c. 1313; Kessler dates it to between 1313 and 1320.
  23. Kempers and De Blaauw, 88–89; Kessler, 91–92.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]