Προσάρτηση της Αυστρίας
Το Άνσλους (γερμανικά: Anschluss), η προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία, πραγματοποιήθηκε από τη Ναζιστική Γερμανία τον Μάρτιο του 1938, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Αυστρία.
Η ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία ήταν ένας από τους πρωταρχικούς σκοπούς του Αδόλφου Χίτλερ προσωπικά, αλλά και του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, αφού θα σήμαινε τη δημιουργία της Μεγάλης Γερμανίας και θα οδηγούσε στην αναβίωση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Η ιδέα της ένωσης του γερμανικού έθνους, γνώρισε ιδιαίτερη απήχηση με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων το 1918, ειδικότερα όταν η δημιουργία του κράτους της Γερμανο-αυστριακής δημοκρατίας ("Republik Deutschösterreich"), εμποδίστηκε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Τελικά, η ένωση επετεύχθη με τη στρατιωτική εισβολή των Γερμανικών στρατευμάτων, το 1938 και διήρκεσε μέχρι τον Απρίλιο του 1945, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα εισέβαλλαν στη χώρα.
Η κατάσταση πριν την προσάρτηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1871, υπό τον Καγκελάριο Όττο φον Μπίσμαρκ (Otto von Bismarck) συστάθηκε το Δεύτερο Ράιχ, δηλαδή η ενοποιημένη Γερμανία. Το νέο γερμανικό κράτος δεν περιελάμβανε τα γερμανόφωνα τμήματα της Αυστροουγγαρίας, καίτοι αυτά αποτελούσαν τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Αιτία ήταν ο ανταγωνισμός μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας για την πρωτοκαθεδρία στη Γερμανία, που έληξε το 1866 με την πρωσική νίκη στη Μάχη του Καίνιγκρατς και τον αποκλεισμό των Αψβούργων από την υπόλοιπη Γερμανία. Έτσι το Γερμανικό Ράιχ που δημιουργήθηκε το 1871 αντιπροσώπευε τη λεγόμενη «Μικρή Γερμανία» (Kleindeutschland), υπό πρωσική-προτεσταντική κυριαρχία, σε αντίθεση με τη μαξιμαλιστική «Μείζονα Γερμανία» (Grossdeutschland), που θα περιλάμβανε και τη γερμανόφωνη Αυστρία (η λεγόμενη Deutschösterreich, «Γερμανική Αυστρία», περιλάμβανε εκτός της σημερινής Αυστρίας και το Νότιο Τυρόλο και τα εδάφη των Σουδητών).
Το 1918, εξαιτίας του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία διαλύθηκε. Πολλοί Αυστριακοί πίστεψαν (και ίσως επιθυμούσαν) την προσχώρηση των γερμανόφωνων περιοχών της Αυστρίας στη Γερμανία ή τον σχηματισμό μιας μορφής ομοσπονδίας. Όμως η Συνθήκη των Βερσαλλιών ρητά απαγόρευε κάτι τέτοιο και σύμφωνα με αυτήν, η Αυστρία όφειλε να παραμείνει ανεξάρτητη, καθώς τόσο η Γαλλία όσο και η Βρετανία είχαν πάντα τον φόβο μιας εκ νέου ισχυροποιημένης Γερμανίας. Ωστόσο, και παρά τη θρησκευτική διαφορά των γερμανόφωνων πληθυσμών στις δύο χώρες (η Αυστρία είχε πλειοψηφία Καθολικών, ενώ η Γερμανία Διαμαρτυρόμενων), τόσο η νεοϊδρυθείσα Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία όσο και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης υποστήριζαν ένα είδος συνένωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 η επιθυμία αυτή παρέμενε κυρίαρχη και η αυστριακή κυβέρνηση επιζητούσε την επίτευξη ενός είδους τελωνειακής ένωσης με τη Γερμανία.
Ωστόσο, στις 21 Μαΐου 1935 ο Χίτλερ δήλωνε, σε λόγο του στο Ράιχσταγκ: "Η Γερμανία ούτε προτίθεται ούτε επιθυμεί να παρέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις της Αυστρίας, να προσαρτήσει την Αυστρία ή να προκαλέσει την προσάρτησή της".[1] Παρά τις δηλώσεις του, ναζιστικός δάκτυλος σε συνεργασία με το φασιστικό κόμμα της Αυστρίας, είχε δολοφονήσει τον Αυστριακό Καγκελάριο Ένγκελμπερτ Ντόλφους (Engelbert Dollfuss). Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της επανεγκατάστασης της δυναστείας των Αψβούργων, κάτι που φοβόταν το ναζιστικό καθεστώς, καθώς η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι ήταν προστάτιδα δύναμη της Αυστρίας, όπως είχε συμφωνηθεί στις 7 Γενάρη 1935. Ο Μουσολίνι δεν επιθυμούσε να δει την Αυστρία να προσαρτάται στη Γερμανία και αμέσως μετά τη δολοφονία του Ντόλφους η Ιταλία έστειλε στα ιταλοαυστριακά σύνορα ισχυρά στρατεύματα, υπό τύπον προειδοποίησης. Αυτή η ενέργεια ματαίωσε τα σχέδια του Χίτλερ για πραξικοπηματική προσάρτηση της Αυστρίας. Μόνο μετά το σύμφωνο Βερολίνου - Ρώμης η Ιταλία αποσύρθηκε από την προστασία της Αυστρίας. Μάλιστα ο Μουσολίνι, είχε δηλώσει στον Γερμανό πρέσβη ότι δεν έχει πρόβλημα να γίνει η Αυστρία δορυφόρος της Γερμανίας και αργότερα πίεσε με διπλωματικά μέσα τον Αυστριακό καγκελάριο για να γίνει αυτό.[2]
Τον δολοφονημένο Ντόλφους διαδέχθηκε ο Κουρτ φον Σούσνιγκ (Kurt von Schuschnigg), ηγέτης του Κόμματος "Πατριωτικό Μέτωπο", χριστιανοφασιστικών αποχρώσεων. Και αυτός, όμως, επιθυμούσε την ανεξαρτησία της χώρας του. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει ο καγκελάριος ήταν η ισχύς που, με την υποστήριξη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είχε αποκτήσει η αντίστοιχη αυστριακή παράταξη. Η Ιταλία, προφανώς πεπεισμένη από τον Χίτλερ και τη μεταξύ τους σύσφιξη των σχέσεων, δεν υποστήριζε πλέον την αυστριακή ανεξαρτησία με την ίδια ζέση. Ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του είχαν καταστρώσει έξυπνα το σχέδιό τους και φρόντιζαν για την ενδυνάμωση του φυσικού τους συμμάχου, του Αυστριακού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος[3]. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Αυστρία αποδυναμωμένη απο τη μη εμπλοκή και των άλλων μεγάλων δυνάμεων έλαβε την απόφαση να υπογράψει σύμφωνο με τη Γερμανία. Στο σύμφωνο του Ιουλίου 1935, στο 3 άρθρο, η Αυστρία αποδεχόταν ότι είναι προέκταση του Γερμανικού κράτους.[4]
Τον Νοέμβριο του 1937, ο Βρετανός, Λόρδος Χάλιφαξ συναντήθηκε με τον Χίτλερ και τόνισε ότι υπήρχαν σφάλματα στη Συνθήκη των Βερσαλλιών και έπρεπε να διορθωθούν και ότι οι μεταβολές στην Ευρώπη σχετικά με το Δάντσιχ, την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία ήταν αποδεκτές από την Αγγλία. Τονίζοντας επίσης ότι αυτές οι μεταβολές έπρεπε να γίνουν με ειρηνικές λύσεις και μεθόδους. Με αυτόν τον τρόπο ο Χίτλερ έγινε ακόμη πιο επιθετικός.[5]
Ο Σούσνιγκ αντελήφθη τον κίνδυνο. Τον Ιανουάριο του 1938 η αυστριακή αστυνομία εισέβαλε στα κεντρικά γραφεία του Κόμματος (με τις ευλογίες του Σούσνιγκ) και τα έκλεισε, θέτοντας ταυτόχρονα το κόμμα εκτός νόμου. Ο Σούσνιγκ υπολόγιζε στην υποστήριξη της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, κάτι που, όμως, τελικά δεν έγινε. Στις 12 Φεβρουαρίου 1938 ο Χίτλερ κάλεσε τον Σούσνιγκ σε συνάντηση στο Μπερχτεσγκάντεν (Βαυαρία), όπου είχε ένα από τα αρχηγεία του, και απαίτησε από τον Αυστριακό Καγκελάριο να άρει την απαγόρευση του Αυστριακού Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, να του αποδώσει τις πλήρεις πολιτικές του ελευθερίες και να απελευθερώσει όσα μέλη του είχαν φυλακισθεί. Σε αντίθετη περίπτωση, η Γερμανία θα ήταν υποχρεωμένη σε στρατιωτική επέμβαση.
Ωστόσο, ο Χίτλερ, πριν προχωρήσει ανοικτά στην επέμβαση στην Αυστρία, έπρεπε να φροντίσει μερικά άλλα θέματα στη Γερμανία: Οι δύο αναμορφωτές του γερμανικού στρατού, ο Στρατάρχης Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, Υπουργός Πολέμου και Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων και ο Στρατηγός Βέρνερ φον Φριτς, Αρχηγός του Στρατού, εκδιώχθηκαν από τις θέσεις τους, καθώς ειδικά ο φον Φριτς είχε ανοιχτά αντιταχθεί στο σχέδιο του Χίτλερ για την προσάρτηση της Αυστρίας. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύθηκε εμπλοκές τους σε σκάνδαλα, τους απέπεμψε και μαζί τους και ικανό αριθμό Στρατηγών, αναλαμβάνοντας παράλληλα ο ίδιος την αρχηγία των Ενόπλων Δυνάμεων [6]. Με τις ενέργειες αυτές κατάφερε να θέσει ολόκληρο το στράτευμα υπό τον έλεγχό του. Παράλληλα, αντικατέστησε τον Υπουργό Εξωτερικών Κόνσταντιν φον Νόιρατ με τον Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και έπαυσε και τον Φραντς φον Πάπεν, ο οποίος τον είχε βοηθήσει να πάρει την εξουσία. Με τις εκκαθαρίσεις αυτές ο Χίτλερ έλυσε τα εσωτερικά του προβλήματα και μπόρεσε να προχωρήσει στο σχέδιο προσάρτησης της Αυστρίας, το οποίο αποτελούσε το πρώτο βήμα για την επεκτατική εξωτερική πολιτική που σκόπευε να ακολουθήσει.
Ο Σούσνινγκ, στην προσπάθειά του να διατηρήσει την ανεξαρτησία της χώρας του, προκήρυξε, στις 9 Μαρτίου δημοψήφισμα, στο οποίο, μάλιστα, είχε θέσει κατώτερο όριο ηλικίας τα 24 χρόνια, για να αποφύγει τη συμμετοχή των νεότερων, για τους οποίους γνώριζε ότι η συντριπτική πλειοψηφία ήταν οπαδοί του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Στις 10 Μαρτίου κάλεσε σε επιστράτευση τη σειρά 1915, κάτι που έφερε την οργισμένη αντίδραση του Χίτλερ, ενώ η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ορίστηκε για τις 13 Μαρτίου[7]. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως έγινε προφανές ότι ο Χίτλερ δεν θα περιοριζόταν να παρατηρεί πώς η Αυστρία θα διατηρούσε, μέσω λαϊκής ψήφου, την ανεξαρτησία της. Ο Χίτλερ ανακοίνωσε ότι το δημοψήφισμα θα διεξαγόταν υπό καθεστώς εκφοβισμού και η Γερμανία δεν επρόκειτο να το δεχτεί και απαίτησε την αναβολή του. Επιπλέον, ο Υπουργός Προπαγάνδας του Ράιχ, Γιόζεφ Γκέμπελς, εξέδωσε δελτία τύπου, σύμφωνα με τα οποία είχαν ξεσπάσει ταραχές και διαδηλώσεις, και μεγάλο ποσοστό Αυστριακών ζητούσαν την επέμβαση γερμανικών στρατευμάτων, για την αποκατάσταση της τάξης. Ο Σούσνινγκ απάντησε αμέσως και δημόσια ότι τα περί ταραχών ήσαν ψεύδη. Η Αυστρία ζήτησε τη βοήθεια των μεγάλων δυνάμεων ως προς την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, εκείνες όμως παρέμεναν μόνο παρακολουθώντας τις εξελίξεις.[5]
Η προσάρτηση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χίτλερ απέστειλε τελεσίγραφο στον Σούσνινγκ στις 11 Μαρτίου, με το οποίο του ζητούσε να παραδώσει την εξουσία στους Εθνικοσοσιαλιστές, διαφορετικά θα επακολουθούσε εισβολή στη χώρα. Το τελεσίγραφο εξέπνεε στις 12 το μεσημέρι, ωστόσο παρατάθηκε επί δίωρο. Χωρίς, βέβαια, να περιμένει απάντηση σε αυτό, ο Χίτλερ υπέγραψε την εντολή αποστολής στρατευμάτων στην Αυστρία στις 13:00΄ και την επέδωσε λίγη ώρα αργότερα στον Χέρμαν Γκέρινγκ. Ο Σούσνινγκ διαβλέποντας ότι δεν μπορούσε να διαφυλάξει την ανεξαρτησία της χώρας του, την απροθυμία παροχής οιασδήποτε βοήθειας από Βρετανία και Γαλλία και την απουσία της "δυνάμει" συμμάχου (λόγω συμφερόντων στο Τιρόλο) Ιταλίας, η οποία είχε λάβει ήδη σχετικές διαβεβαιώσεις και ανταλλάγματα από τη Γερμανία και κάτω από την πίεση της Βέρμαχτ που είχε παραταχθεί στα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών, υπέβαλε το ίδιο βράδυ την παραίτησή του.[8]
Σε ραδιοφωνικό του διάγγελμα, μαζί με την ανακοίνωση της παραίτησής του, ανακοίνωσε ότι δεν αποδεχόταν την αλλαγή καθεστώτος ούτε επέτρεψε την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί για να αποφύγει τυχόν αιματοχυσία. Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Αυστρίας Βίλχελμ Μίκλας (Wilhelm Miklas) αρνήθηκε να ονομάσει τον Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ (Arthur Seyss-Inquart) Καγκελάριο της Αυστρίας και, αντίθετα, κάλεσε άλλους Αυστριακούς πολιτικούς, όπως τους Μίχαελ Σκουμπλ (Michael Skubl) και Ζίγκμουντ Σιλάβσκι (Sigismund Schilhawsky) να αναλάβουν την Καγκελαρία. Οι Ναζιστές, όμως, ήταν πολύ καλά οργανωμένοι: Μέσα σε λίγες ώρες κατάφεραν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους πολλές περιοχές της χώρας και της πρωτεύουσας, Βιέννης, καθώς και δημόσιες υπηρεσίες, όπως το Υπουργείο Εσωτερικών, στον έλεγχο του οποίου υπαγόταν η Αστυνομία. Ωστόσο, ο Πρόεδρος εξακολούθησε να αρνείται κι έτσι ο Ζάις-Ίνκβαρτ στερούνταν της νομιμοφάνειας να ζητήσει την παρέμβαση γερμανικών στρατευμάτων. Ο Χίτλερ με τον Γκέρινγκ, έχοντας απαυδήσει να περιμένουν την αποστολή νομιμοποιημένου μηνύματος, απέστειλαν κίβδηλο τηλεγράφημα, με το οποίο ζητείτο η γερμανική παρέμβαση στη χώρα. Οι Ναζιστές ανέλαβαν σχεδόν τον ολοκληρωτικό έλεγχο της χώρας, συλλαμβάνοντας τους πολιτικούς όλων των κομμάτων και τα μέλη της κυβέρνησης. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη, ο Πρόεδρος ενέδωσε και όρισε τον Ζάις-Ίνκβαρτ Καγκελάριο.
Στις 12 Μαρτίου η 8η Στρατιά της Βέρμαχτ πέρασε τα σύνορα της Αυστρίας (επιχείρηση OTTO), όπου την ανέμενε μια μεγάλη έκπληξη: Αντί να αντιμετωπίσει την αντίσταση του αυστριακού στρατού, έγινε δεκτή με ναζιστικές σημαίες, χιτλερικούς χαιρετισμούς και λουλούδια, επονομάζοντας, έτσι, την εκστρατεία Blumenkrieg ("Πόλεμο των λουλουδιών"). Για τη Βέρμαχτ η εκστρατεία αυτή αποτελούσε μια γενική δοκιμή του νέου της υλικού, πράγμα που δεν έγινε, καθώς δεν υπήρξαν συμπλοκές. Εντοπίστηκαν, όμως, προβλήματα επικοινωνιών και συντονισμού, που αποδείχθηκαν πολύτιμα για την επόμενη εισβολή, που επρόκειτο να γίνει στην Τσεχοσλοβακία.
Το ίδιο απόγευμα ο Χίτλερ μπήκε με το αυτοκίνητό του στην Αυστρία, περνώντας από το Μπράουναου, τη γενέτειρά του, και κατέφθασε το βράδυ στο Λιντς, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό. Η περιοδεία του στη χώρα κατέληξε σε πορεία θριάμβου, ο οποίος κλιμακώθηκε με την άφιξή του στη Βιέννη στις 2 Απριλίου: Εκεί ο Χίτλερ, στην πλατεία Ηρώων (Heldenplatz) διακήρυξε την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ μπροστά σε πλήθος 200.000 περίπου ενθουσιασμένων Αυστριακών. Ανάμεσα στα άλλα ανέφερε: "Μερικές ξένες εφημερίδες έκαναν λόγο για επίπτωσή μας στην Αυστρία με βάρβαρες μεθόδους. Μπορώ μόνο να πω ότι ακόμη και νεκροί θα ψεύδονται. Αγωνίστηκα για να κερδίσω την αγάπη του λαού μου, αλλά, όταν διέσχισα τα μέχρι προχτές σύνορα, συνάντησα ένα ρεύμα αγάπης που όμοιό του δεν είχα δοκιμάσει ποτέ. Δεν ήρθαμε ως τύραννοι, αλλά ως απελευθερωτές."[9].
Νομικά, η προσάρτηση έγινε άμεσα, ήδη από τις 13 Μαρτίου με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, η οποία υπέκειτο σε επικύρωση με δημοψήφισμα. Η Αυστρία έγινε η επαρχία Όστμαρκ (Ostmark)[10] και ο Ζάις-Ίνκβαρτ Κυβερνήτης της. Το δημοψήφισμα έγινε στις 10 Απριλίου και το ποσοστό υπέρ της προσάρτησης ανήλθε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, σε 99,73%.
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ελάχιστο χρονικό διάστημα μετά την προσάρτηση, ο Ναζισμός επιβλήθηκε πλήρως και σε κάθε έκφανσή του στην Αυστρία. Ξεκίνησαν μαζικές συλλήψεις των αντιναζιστικών στοιχείων της χώρας, ενώ πολλοί Αυστριακοί προσπάθησαν να διαφύγουν από τη χώρα. Από την άλλη, πολλοί Αυστριακοί πολιτικοί συντάχθηκαν με το νέο καθεστώς και εξέφρασαν δημόσια την ικανοποίησή τους τόσο για την προσάρτηση όσο και για το ότι αυτή επιτεύχθηκε αναίμακτα. Αρκετοί καθολικοί επίσκοποι, με προεξάρχοντα τον καρδινάλιο Ίννιτζερ, εξέφρασαν, επίσης, την ικανοποίησή τους για το γεγονός, αλλά το Βατικανό άμεσα εξέφρασε δριμείες επικρίσεις για την προσάρτηση με ραδιοφωνικό διάγγελμα του "υπουργού εσωτερικών" του κράτους, καρδιναλίου Πατσέλι (Pacelli), ενώ ο καρδινάλιος Ίννιτζερ (Innitzer), ο πρώτος που χαιρέτισε την προσάρτηση, κλήθηκε να αναφερθεί στην Αγία Έδρα. Ως αποτέλεσμα επήλθε ανάκληση των δηλώσεων του Ίννιτζερ και η υπογραφή μιας διακήρυξης, στην οποία αναφερόταν ότι "... η ανακοίνωση των Αυστριακών επισκόπων δεν είχε ως στόχο την επιδοκιμασία μιας πράξεως, η οποία δεν ήταν και δεν είναι σύμφωνη με τον Νόμο του Θεού...". Αντίθετα, ο εκπρόσωπος της Προτεσταντικής Εκκλησίας της χώρας, Ρόμπερτ Κάουερ (Robert Kauer), στις 13 Μαρτίου, χαιρέτισε τον Χίτλερ ως "Σωτήρα των 350.000 Γερμανών Προτεσταντών της Αυστρίας και ελευθερωτή από μια πενταετή καταπίεση". Ο εξέχων σοσιαλδημοκράτης Καρλ Ρέννερ (Karl Renner) εξέφρασε την υποστήριξή του στην προσάρτηση και έκανε έκκληση στους Αυστριακούς να την υπερψηφίσουν στις 10 Απριλίου.
Στο εξωτερικό, παρά το γεγονός ότι η προσάρτηση ήταν απαγορευμένη από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η προσάρτηση πέρασε σχεδόν απαρατήρητη: Η Ιταλία δεν αντέδρασε καθόλου, όπως αναμενόταν, η Βρετανία επίσης αντέδρασε χαλαρά - χαρακτηριστικό δημοσίευμα των Times ανέφερε ότι πριν 200 χρόνια η Αγγλία προσάρτησε με τον ίδιο τρόπο τη Σκωτία και τα δύο γεγονότα δεν εμφανίζουν σημαντικές διαφορές.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων, στις 14 Μαρτίου, ότι "η Κυβέρνηση παρακολουθεί στενά το θέμα" [11].
Την ίδια στιγμή οι Γερμανόφωνοι Σουδήτες της Τσεχοσλοβακίας θεώρησαν ότι επίκειται διευθέτηση και του δικού τους θέματος, στόχο που προωθούσε και η Γερμανική πολιτική.[12].
Μία από τις πρώτες προτεραιότητες του καθεστώτος ήταν η εφαρμογή της αντιεβραϊκής πολιτικής του και στην προσαρτημένη Αυστρία. Στη χώρα δεν είχε αναπτυχθεί ισχυρός αντισημιτισμός και οι Εβραίοι μπορούσαν να ζουν όπως όλοι οι πολίτες. Η Βιέννη από μόνη της διέθετε εβραϊκή κοινότητα 200.000 ατόμων, ενώ πολλοί πνευματικοί άνθρωποι της Αυστρίας ήταν Εβραίοι ή εβραϊκής καταγωγής. Ωστόσο, η ναζιστική προπαγάνδα ανέπτυξε αντισημιτικά αισθήματα στη χώρα, τα οποία όμως δεν είχαν ισχυρά ερείσματα. Η κατάσταση άλλαξε αμέσως μετά την προσάρτηση: Διώξεις και μαζικές συλλήψεις Εβραίων προηγήθηκαν της ίδρυσης του Στρατοπέδου συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν (καλοκαίρι 1938) σε μια παρόχθια περιοχή του Δούναβη κοντά στο Λιντς[13].
Το 1943, στη Διακήρυξη της Μόσχας[14], γινόταν μνεία της προσαρτημένης Αυστρίας: Η χώρα δεν θα παρέμενε προσαρτημένη στη Γερμανία και θα της αποδιδόταν η ανεξαρτησία της. Η Αυστρία παρέμεινε τμήμα του Γ΄ Ράιχ μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν έγινε εμφανές ότι η Γερμανία είχε πλέον καταρρεύσει, στην Αυστρία ανέλαβε προσωρινή κυβέρνηση, η οποία, στις 27 Απριλίου 1945 κήρυξε την προσάρτηση άκυρη και άνευ ισχύος (null und nichtig). Η Αυστρία περιήλθε υπό συμμαχική κατοχή, η οποία αναγνώρισε τη χώρα ως ανεξάρτητη (σε σχέση με τη Γερμανία) και παρέμεινε ως κατεχόμενη μέχρι το 1955, οπότε και τέθηκαν σε ισχύ η Συνθήκη του Αυστριακού Κράτους και η Διακήρυξη της Ουδετερότητας.
Πηγές, Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, New York, 1961, σελ. 260 και 262
- ↑ Αυστρία 1933-1938 : Επιθετικός στόχος και αντίπαλος του εθνικοσοσιαλισμού, Kindermann Gottfried - Karl, εκδόσεις Παπαζήση, σελ 36-38
- ↑ «Radio Days, από το έργο του Ουίλιαμ Σίρερ 20th Century Journey: A Memoir of a Life and the Times, Volume II, The Nightmare Years. Little, Brown & Company, New York. 1984». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
- ↑ Αυστρία 1933-1938 : Επιθετικός στόχος και αντίπαλος του εθνικοσοσιαλισμού, Kindermann Gottfried - Karl, εκδόσεις Παπαζήση, σελ 36-40
- ↑ 5,0 5,1 Αυστρία 1933-1938 : Επιθετικός στόχος και αντίπαλος του εθνικοσοσιαλισμού, Kindermann Gottfried - Karl, εκδόσεις Παπαζήση, σελ 36-50
- ↑ Ρεϊμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1966
- ↑ «Encarta Encyclopedia». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Δεκεμβρίου 2008. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
- ↑ Αυστρία 1933-1938 : Επιθετικός στόχος και αντίπαλος του εθνικοσοσιαλισμού, Kindermann Gottfried - Karl, εκδόσεις Παπαζήση, σελ 36-52
- ↑ «Spartacus History School Net». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιουνίου 2005. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
- ↑ Δεν πρέπει να συγχέεται με το Reichskommissariat Ostland, που αναφερόταν στη Γερμανική διοίκηση των Βαλτικών χωρών και της Λευκορωσίας
- ↑ «Joseph V. O'Brien, Department of History, John Jay College of Criminal Justice, πλήρες κείμενο της δήλωσης». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαΐου 2000. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2008.
- ↑ Το φάντασμα του Ναζισμού, Βαγγέλης Τζούκας, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 36
- ↑ Μουσείο Ολοκαυτώματος ΗΠΑ
- ↑ iBilbio.Org
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αυστρία 1933-1938 : Επιθετικός στόχος και αντίπαλος του εθνικοσοσιαλισμού, Kindermann Gottfried - Karl, εκδόσεις Παπαζήση
- Schuschnigg, Kurt, The brutal takeover: The Austrian ex-Chancellor's account of the Anschluss of Austria by Hitler, Weidenfeld and Nicolson, 1971, ISBN 0-297-00321-6.
- Gordon Brook-Shepherd, Anschluss: The rape of Austria, Greenwood Press, 1976, ISBN 978-0-8371-8754-9
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Η προσάρτηση της Αυστρίας». Πανόραμα του αιώνα, επ.29, κεφ.23-24. ΕΡΤ. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2008.[νεκρός σύνδεσμος]
- Ιωάννης Λ. Μπακούρος (2 Μαΐου 2008). «Εβδομήντα χρόνια από το «Άνσλους»». Σύνδεσμος Επιτελών Εθνικής Αμύνης. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2008.[νεκρός σύνδεσμος]