Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τα Παιδιά του Παραδείσου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα Παιδιά του Παραδείσου
(Les Enfants du Paradis)
ΣκηνοθεσίαΜαρσέλ Καρνέ
ΠαραγωγήRaymond Borderie
ΣενάριοΖακ Πρεβέρ
ΠρωταγωνιστέςΑρλετί[1][2], Ζαν Λουί Μπαρό[3][1][4], Πιερ Μπρασέρ[3][1][4], Πιέρ Ρενουάρ[1][4], Μαρία Κασαρέ[1][4], Gaston Modot[1][4], Fabien Loris[1][4], Μαρσέλ Περέζ[1], Pierre Palau[4], Étienne Decroux[1][4], Jane Marken[1][4], Marcelle Monthil[1][4], Louis Florencie[1][4], Habib Benglia[1], Raymond Rognoni[4], Jacques Castelot[1][4], Πολ Φρανκέρ[1][4], Αλμπέρ Ρεμί[1][4], Robert Dhéry[1][4], Auguste Boverio[1], Paul Demange[1], Louis Salou[1][4], Marcel Herrand[1][4][2], Lucienne Legrand[1], Maurice Schutz[1], Joe Alex[1], Nicolas Bataille[1], Ζερά Μπλέ[1], Bill-Bocketts[1], Albert Broquin[1], Rivers Cadet[1], Ζαν Καρμέ[1], Henri Delivry[1], Μαξ Ντεζάν[1], Jean Diener, Guy Favières[1], Roger Gaillard[1], Jean Gold[1], Gustave Hamilton[1], Jean Lanier[1], Λεόν Λαρίβ[1][4], Marcel Melrac[1], André Numès Fils[1], Ραφαέλ Πατορνί[1], Paul Temps[1], Michel Vadet[1], Roger Vincent[1], Lucien Walter[1], Σιμόν Σινιορέ και Josselin[1]
ΜουσικήMaurice Thiriet
ΦωτογραφίαRoger Hubert και Marc Fossard
ΜοντάζHenri Rust
Εταιρεία παραγωγήςPathé
ΔιανομήScalera Film και Netflix
Πρώτη προβολή1945
Διάρκεια190 λεπτά
ΠροέλευσηΓαλλία
ΓλώσσαΓαλλική γλώσσα
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Τα Παιδιά του Παραδείσου (Πρωτότυπος τίτλος: Les Enfants du Paradis) είναι Γαλλική δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Μαρσέλ Καρνέ σε σενάριο Ζακ Πρεβέρ, που κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 1945. Πρωταγωνιστούν ο Ζαν-Λουί Μπαρό και η Αρλετί.[5]

Πρόκειται για ένα αριστούργημα του ποιητικού ρεαλισμού και είναι μία από τα σπάνιες γαλλικές υπερπαραγωγές που γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής το 1943, 1944 και στις αρχές του 1945 τόσο στη Γαλλία του Βισύ όσο και στην κατεχόμενη Γαλλία σε πολύ δύσκολες συνθήκες.[6]

Σκηνή της ταινίας

Ο Παράδεισος του τίτλου, είναι ένας θεατρικός όρος, που αναφέρεται στις υψηλότερες θέσεις ενός θεάτρου, όπως τα άνω θεωρεία. Αυτές είναι γενικά οι φθηνότερες θέσεις.

Η ταινία αναφέρεται στον θεατρικό κόσμο του Παρισιού των αρχών του 19ου αιώνα και αφηγείται την ιστορία μιας γυναίκας ελευθερίων ηθών και τεσσάρων ανδρών - ενός μίμου, ενός ηθοποιού, ενός εγκληματία και ενός αριστοκράτη - που την αγαπούν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους. Eπίκεντρο είναι η περιοχή με τα περισσότερα θέατρα εκείνη την εποχή, το ονομαζόμενο Βουλεβάρτο του Εγκλήματος (Boulevard du Crime) λόγω των αιματηρών μελοδραμάτων που παίζονταν κάθε βράδυ, σημερινό Boulevard du Temple. Οι τέσσερις άντρες που διεκδικούν την άστατη γυναίκα βασίζονται σε πραγματικές γαλλικές προσωπικότητες της δεκαετίας του 1820 και του 1830.

Πρόκειται για μια «αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής, αυτής των αρχών του 19ου αιώνα, ακριβώς με τον τρόπο που αυτή γράφτηκε στους πολυπληθείς, θορυβώδεις δρόμους του Παρισιού και στα φθαρμένα από τη χρήση καθίσματα των επιβλητικών θεάτρων της πόλης».[7]

Το κοστούμι Πιερότου για τον Μπατίστ

Πρώτη περίοδος: Παρίσι, 1828. Μέσα στο πλήθος που συνωστίζονταν στο δρόμο με τα θέατρα, η Γκαράνς (Αρλετί) βρίσκεται με τον φίλο της απατεώνα ποιητή Πιέρ-Φρανσουά Λασνέρ, ο οποίος κλέβει ένα ρολόι και εξαφανίζεται. Ο μίμος Μπατίστ Ντεμπυρώ, που τον υποδύεται ο Ζαν-Λουί Μπαρό, με τη μαρτυρία του, σώζει τη Γκαράνς από την άδικη κατηγορία για κλοπή. Αυτή, μια ελεύθερη και τολμηρή γυναίκα, μάλλον φοβίζει τον Μπατίστ που δεν τολμά να της εκδηλώσει την αγάπη του. Συγχρόνως, τον Μπατίστ αγαπά διακριτικά η Ναταλί, (Μαρία Κασαρέ) κόρη του σκηνοθέτη του θεάτρου, όπου παίζει παντομίμα. Η Γκαράνς παρασύρεται από έναν πολλά υποσχόμενο νεαρό ηθοποιό, τον Φρεντερίκ Λεμαίτρ, και έχει μια σύντομη σχέση μαζί του ενώ παραμένει κρυφά ερωτευμένη με τον Μπατίστ. Επί πλέον, η Γκαράνς σαγηνεύει έναν πλούσιο αριστοκράτη, τον κόμη ντε Μοντραί, ο οποίος την διαβεβαιώνει για την προστασία του σε περίπτωση ανάγκης. Θύμα της σχέσης της με τον απατεώνα ποιητή Λασνέρ, η Γκαράνς κατηγορείται άδικα για συνενοχή σε απόπειρα κλοπής που διαπράχθηκε από τον τελευταίο και αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια του κόμη ντε Μοντραί.

Δεύτερη περίοδος: Λίγα χρόνια αργότερα, ο μίμος Μπατίστ είναι παντρεμένος με τη Ναταλί με την οποία έχει ένα μικρό αγόρι. Έχει γίνει πλέον διάσημος και παίζει με μεγάλη επιτυχία παντομίμα, ανάγοντάς την σε αναγνωρισμένη και δημοφιλή τέχνη. Ο ηθοποιός Φρεντερίκ γνωρίζει επίσης μεγάλες δόξες και ονειρεύεται να παίξει τον Οθέλλο του Σαίξπηρ. Η Γκαράνς, η οποία έγινε ερωμένη του κόμη, παρακολουθεί κρυφά όλες τις παραστάσεις του Μπατίστ. Ένα βράδυ, ο κόμης ντε Μοντραί διώχνει από το μέγαρό του τον ποιητή Λασνέρ. Αυτός ταπεινωμένος, ορκίζεται εκδίκηση. Λίγο καιρό αργότερα, στο φουαγιέ του θεάτρου όπου ο Φρεντερίκ παίζει επιτέλους τον Οθέλλο, ο Λασνέρ ταπεινώνει τον κόμη αποκαλύπτοντας δημοσίως τον Μπατίστ και τη Γκαράνς που έχουν συναντηθεί κρυφά πίσω από μια κουρτίνα. Αλλά αυτή η εκδίκηση δεν ήταν αρκετή γι 'αυτόν: το επόμενο πρωί δολοφονεί τον κόμη ντε Μοντραί. Τελικά, μετά την πρώτη και μοναδική νύχτα αγάπης τους, η Γκαράνς, που δεν θέλει να καταστρέψει την ευτυχία του Μπατίστ και της οικογένειάς του, φεύγει εγκαταλείποντας τον Μπατίστ σε απόγνωση.[8]

Η ταινία γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία και αναγνώριση. Σήμερα θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του γαλλικού κινηματογράφου.[9] «Θα εγκατέλειπα όλες τις ταινίες μου αν είχα σκηνοθετήσει Τα Παιδιά του Παραδείσου», δήλωσε ο σκηνοθέτης της Νουβέλ Βαγκ Φρανσουά Τρυφώ. Στο The Duke in His Domain (1957) του Τρούμαν Καπότε, ο Μάρλον Μπράντο τη χαρακτήρισε «ίσως η καλύτερη ταινία που έγινε ποτέ». [10]Το αρχικό αμερικανικό τρέιλερ την τοποθέτησε ως τη γαλλική απάντηση στο Όσα παίρνει ο άνεμος (1939). [11] Και το 1995, ψηφίστηκε ως η καλύτερη γαλλική ταινία του αιώνα σε δημοσκόπηση 600 Γάλλων κριτικών και επαγγελματιών.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]