Κατηγορία:Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Επιθήματα » Λέξεις κατά επίθημα » -μα |
Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-μα»
Μορφές του -μα
Επίσης δείτε
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 719 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)!
Α
- αβγάτισμα
- αγγάρεμα
- άγγιγμα
- αγκάλιασμα
- αγκίστρωμα
- αγκύλωμα
- άδειασμα
- αδυνάτισμα
- αηδόνισμα
- άκκισμα
- ακομπανιάρισμα
- ακόνισμα
- άλειμμα
- αλέτρισμα
- αλοίφωμα
- αναζωπύρωμα
- ανατρίχιασμα
- αναψοκοκκίνισμα
- ανέμισμα
- ανηφόρισμα
- ανορθογράφημα
- αντικατόπτρισμα
- αντίκρισμα
- απόδιωγμα
- απόπιμα
- απόπιομα
- απόπιωμα
- αποσπαργάνωμα
- απόσπερμα
- αποσφράγισμα
- αποχύλωμα
- άργασμα
- αργοπόρημα
- αριστοτέχνημα
- αρμένισμα
- αρραβώνιασμα
- αρρεβώνιασμα
- αστειολόγημα
- ατύχημα
- αφαλόκομμα
Γ
Ε
Κ
- καβγάδισμα
- καβούρδισμα
- καβούρντισμα
- καζάντισμα
- καθήλωμα
- καθυστέρημα
- καΐπωμα
- κακάδιασμα
- κακανθρωπίσματα
- κακάρισμα
- κακομεταχείρισμα
- κακοπάθημα
- καλάισμα
- καλάμισμα
- καλάρισμα
- καλλιέργημα
- καλομεταχείρισμα
- καλονάρχημα
- καλοπέρασμα
- καλοσύνεμα
- καλούπωμα
- καλοχρόνισμα
- καμάκωμα
- καμίνιασμα
- καμουφλάρισμα
- καμπάνισμα
- καμπούριασμα
- κάμωμα
- κανάκεμα
- κανονάρχημα
- κανόνισμα
- καπάκωμα
- καπέλωμα
- καπίστρωμα
- κάπνισμα
- καραμέλιασμα
- καραμέλωμα
- καρβούνιασμα
- καρβούνισμα
- καρπάζωμα
- καρπολόγημα
- καρτέρεμα
- κασσιτέρωμα
- κατακάθισμα
- κατακρεούργημα
- κατακρήμνισμα
- καταλάγιασμα
- καταξέσκισμα
- καταξέσχισμα
- κατάπιμα
- κατάπιομα
- καταπίστευμα
- κατασπίλωμα
- καταστάλαγμα
- καταχώνιασμα
- κατευόδωμα
- κατηφόρισμα
- κατρακύλημα
- κατσάδιασμα
- κατσάρωμα
- κατσούφιασμα
- καύλωμα
- καυχησιολόγημα
- κάψωμα
- κεκέδισμα
- κέντημα
- κέντρισμα
- κέντρωμα
- κεραμίδωμα
- κιτρίνιασμα
- κλάδεμα
- κλάδωμα
- κλαυθμύρισμα
- κλότσημα
- κλουκούτιασμα
- κλώσημα
- κλώσσημα
- κόασμα
- κοινολόγημα
- κοκκίνισμα
- κολάντρισμα
- κολάτσισμα
- -κομμα
- κομμάτιασμα
- κόμπιασμα
- κομπλάρισμα
- κονταροχτύπημα
- κόπρισμα
- κορδέλιασμα
- κόριασμα
- κορνίζωμα