αηδονόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ai̯.ðoˈno.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αη‐δο‐νό‐φω‐νος
Επίθετο
[επεξεργασία]αηδονόφωνος, -η, -ο
- (κτητικό σύνθετο) που έχει φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη καλλίφωνος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αηδονόφωνος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φωνος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κτητικά σύνθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)