αποβουτυρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποβουτυρώνω < απο- + βούτυρο + -ώνω

αποβουτυρώνω (παθητική φωνή: αποβουτυρώνομαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]