αποδιαφωτίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αποδιαφωτίζω
- (ιδιωματικό) κάνω να ξημερώσει, φωτίζω, χαράζω, ξημερώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποδιαφώτισμα
- → δείτε τις λέξεις διαφωτίζω, φωτίζω και φως
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποδιαφωτίζω | αποδιαφώτιζα | θα αποδιαφωτίζω | να αποδιαφωτίζω | αποδιαφωτίζοντας | |
β' ενικ. | αποδιαφωτίζεις | αποδιαφώτιζες | θα αποδιαφωτίζεις | να αποδιαφωτίζεις | αποδιαφώτιζε | |
γ' ενικ. | αποδιαφωτίζει | αποδιαφώτιζε | θα αποδιαφωτίζει | να αποδιαφωτίζει | ||
α' πληθ. | αποδιαφωτίζουμε | αποδιαφωτίζαμε | θα αποδιαφωτίζουμε | να αποδιαφωτίζουμε | ||
β' πληθ. | αποδιαφωτίζετε | αποδιαφωτίζατε | θα αποδιαφωτίζετε | να αποδιαφωτίζετε | αποδιαφωτίζετε | |
γ' πληθ. | αποδιαφωτίζουν(ε) | αποδιαφώτιζαν αποδιαφωτίζαν(ε) |
θα αποδιαφωτίζουν(ε) | να αποδιαφωτίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποδιαφώτισα | θα αποδιαφωτίσω | να αποδιαφωτίσω | αποδιαφωτίσει | ||
β' ενικ. | αποδιαφώτισες | θα αποδιαφωτίσεις | να αποδιαφωτίσεις | αποδιαφώτισε | ||
γ' ενικ. | αποδιαφώτισε | θα αποδιαφωτίσει | να αποδιαφωτίσει | |||
α' πληθ. | αποδιαφωτίσαμε | θα αποδιαφωτίσουμε | να αποδιαφωτίσουμε | |||
β' πληθ. | αποδιαφωτίσατε | θα αποδιαφωτίσετε | να αποδιαφωτίσετε | αποδιαφωτίστε | ||
γ' πληθ. | αποδιαφώτισαν αποδιαφωτίσαν(ε) |
θα αποδιαφωτίσουν(ε) | να αποδιαφωτίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποδιαφωτίσει | είχα αποδιαφωτίσει | θα έχω αποδιαφωτίσει | να έχω αποδιαφωτίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποδιαφωτίσει | είχες αποδιαφωτίσει | θα έχεις αποδιαφωτίσει | να έχεις αποδιαφωτίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποδιαφωτίσει | είχε αποδιαφωτίσει | θα έχει αποδιαφωτίσει | να έχει αποδιαφωτίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποδιαφωτίσει | είχαμε αποδιαφωτίσει | θα έχουμε αποδιαφωτίσει | να έχουμε αποδιαφωτίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποδιαφωτίσει | είχατε αποδιαφωτίσει | θα έχετε αποδιαφωτίσει | να έχετε αποδιαφωτίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποδιαφωτίσει | είχαν αποδιαφωτίσει | θα έχουν αποδιαφωτίσει | να έχουν αποδιαφωτίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποδιαφωτίζω
|