αποπροσωποποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποπροσωποποιώ < απο- + προσωποποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική depersonalize)
Ρήμα
[επεξεργασία]αποπροσωποποιώ
- αφαιρώ την προσωπικότητα από κάτι, καθιστώντας το απρόσωπο χωρίς ειδική αναφορά στο πρόσωπο αλλά στη διαδικασία, το φαινόμενο, το γεγονός ή το λειτούργημα
- -είναι αλήθεια πως ο υιός του κου Τάδε προσλήφθηκε στο δημόσιο με βύσμα, κε Πολυμήχανε; -είμαστε σε δημόσιο χώρο αγαπητή μου κα Πολύξερη. Ας προσπαθήσουμε να αποπροσωποποιήσουμε τη συζήτηση και να αναφερθούμε στη διάτρυση των θεσμών από τη διαφθορά.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποπροσωποποιώ | αποπροσωποποιούσα | θα αποπροσωποποιώ | να αποπροσωποποιώ | αποπροσωποποιώντας | |
β' ενικ. | αποπροσωποποιείς | αποπροσωποποιούσες | θα αποπροσωποποιείς | να αποπροσωποποιείς | (αποπροσωποποίει) | |
γ' ενικ. | αποπροσωποποιεί | αποπροσωποποιούσε | θα αποπροσωποποιεί | να αποπροσωποποιεί | ||
α' πληθ. | αποπροσωποποιούμε | αποπροσωποποιούσαμε | θα αποπροσωποποιούμε | να αποπροσωποποιούμε | ||
β' πληθ. | αποπροσωποποιείτε | αποπροσωποποιούσατε | θα αποπροσωποποιείτε | να αποπροσωποποιείτε | αποπροσωποποιείτε | |
γ' πληθ. | αποπροσωποποιούν(ε) | αποπροσωποποιούσαν(ε) | θα αποπροσωποποιούν(ε) | να αποπροσωποποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποπροσωποποίησα | θα αποπροσωποποιήσω | να αποπροσωποποιήσω | αποπροσωποποιήσει | ||
β' ενικ. | αποπροσωποποίησες | θα αποπροσωποποιήσεις | να αποπροσωποποιήσεις | αποπροσωποποίησε | ||
γ' ενικ. | αποπροσωποποίησε | θα αποπροσωποποιήσει | να αποπροσωποποιήσει | |||
α' πληθ. | αποπροσωποποιήσαμε | θα αποπροσωποποιήσουμε | να αποπροσωποποιήσουμε | |||
β' πληθ. | αποπροσωποποιήσατε | θα αποπροσωποποιήσετε | να αποπροσωποποιήσετε | αποπροσωποποιήστε | ||
γ' πληθ. | αποπροσωποποίησαν αποπροσωποποιήσαν(ε) |
θα αποπροσωποποιήσουν(ε) | να αποπροσωποποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποπροσωποποιήσει | είχα αποπροσωποποιήσει | θα έχω αποπροσωποποιήσει | να έχω αποπροσωποποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποπροσωποποιήσει | είχες αποπροσωποποιήσει | θα έχεις αποπροσωποποιήσει | να έχεις αποπροσωποποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποπροσωποποιήσει | είχε αποπροσωποποιήσει | θα έχει αποπροσωποποιήσει | να έχει αποπροσωποποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποπροσωποποιήσει | είχαμε αποπροσωποποιήσει | θα έχουμε αποπροσωποποιήσει | να έχουμε αποπροσωποποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποπροσωποποιήσει | είχατε αποπροσωποποιήσει | θα έχετε αποπροσωποποιήσει | να έχετε αποπροσωποποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποπροσωποποιήσει | είχαν αποπροσωποποιήσει | θα έχουν αποπροσωποποιήσει | να έχουν αποπροσωποποιήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποπροσωποποιώ