αποσβεννύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποσβεννύω <

αποσβεννύω

  1. σβήνω
  2. εξαλείφω, διαγράφω
  3. εξοφλώ
    μια ενοχή (δηλαδή μια σχέση δύο αντισυμβαλλόμενων όσον αφορά την παροχή αγαθών ή υπηρεσιών) μεταξύ ενός δανειστή και ενός οφειλέτη αποσβέννυται με δόση αντικαταβολής, με κατάθεση του οφειλόμενου ποσού, με την ανανέωση της δανειακής σύμβασης (απόσβεση παλαιάς και σύναψη νέας ενοχής), άφεση χρέους ακόμα και όταν υπάρξει σύγχηση (δηλαδή δανειστής και οφειλέτης ενωθούν σε ένα νομικό πρόσωπο)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]