αφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφημένος | η | αφημένη | το | αφημένο |
γενική | του | αφημένου | της | αφημένης | του | αφημένου |
αιτιατική | τον | αφημένο | την | αφημένη | το | αφημένο |
κλητική | αφημένε | αφημένη | αφημένο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφημένοι | οι | αφημένες | τα | αφημένα |
γενική | των | αφημένων | των | αφημένων | των | αφημένων |
αιτιατική | τους | αφημένους | τις | αφημένες | τα | αφημένα |
κλητική | αφημένοι | αφημένες | αφημένα | |||
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
[επεξεργασία]αφημένος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφημένος
|