αφροδισιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφροδισιακός < (ελληνιστική κοινή) ἀφροδισιακός
Επίθετο
[επεξεργασία]αφροδισιακός, -ή, -ό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφροδισιακός