κτύπημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κτύπημα τα κτυπήματα
      γενική του κτυπήματος των κτυπημάτων
    αιτιατική το κτύπημα τα κτυπήματα
     κλητική κτύπημα κτυπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κτύπημα < αρχαία ελληνική κτύπημα < κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈkti.pi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κτύ‐πη‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κτύπημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



ζητούμενο λήμμα


Συγγενικά

[επεξεργασία]