κύρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κύρος | ||
γενική | του | κύρους | ||
αιτιατική | το | κύρος | ||
κλητική | κύρος | |||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κύρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῦρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κύρος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- η επιβολή που ασκεί κάποιος λόγω της ανωτερότητάς του
- η ισχύς, η εγκυρότητα
- η γενική αποδοχή της αξίας κάποιου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κύρος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)