μέθυσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μέθυσος < αρχαία ελληνική μέθυσος < μεθύω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μέθυσος αρσενικό ή θηλυκό
- που συνηθίζει να μεθάει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Οι λέξεις που ακολουθούν είναι οικείες.
- βαρελόφρων (χιουμοριστικό)
- κανάτας
- κρασοκανάτας
- κρασοπατέρας
- μεθύστακας
- μπεκρής
- μπεκροκανάτας
- μπεκρόμουτρο
- μπεκρούλιακας
επίσης σε διάφορα νεοελληνικά ιδιώματα:[1]
- καυκιός (Σύμη)
- κρασογάιδαρος (Άμφισσα)
- πενταπιούσης (Άνδρος)
- ποτηρόπιστος (Χίος)
- ρακοπαπαράς (Μακεδονία)
- ρούφακας (Σύρος)
- ρουφοξιδιάς (Μέγαρα)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μέθυσος