μεγαλόκαρδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεγαλόκαρδος < μεγαλό- + καρδ(ιά) + -ος. Παράβαλε με μεσαιωνική ελληνική μεγαλοκάρδιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /me.ɣaˈlo.kaɾ.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐γα‐λό‐καρ‐δος
Επίθετο
[επεξεργασία]μεγαλόκαρδος
- (κτητικό σύνθετο) ο καλόκαρδος, που έχει μεγάλη καρδιά και τους χωράει όλους, που συγχωρεί, δεν κρατά κακία και συχνά βοηθά ακόμα και εκείνους που ίσως στο παρελθόν αντίστοιχα δεν του συμπεριφέρθηκαν άμεμπτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα μεγαλό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -καρδος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κτητικά σύνθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)