νυχτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νυχτιά | οι | νυχτιές |
γενική | της | νυχτιάς | των | νυχτιών |
αιτιατική | τη | νυχτιά | τις | νυχτιές |
κλητική | νυχτιά | νυχτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- νυχτιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική νυχτιά < νύχτ(α) + -ιά, νυκτιά < νύκτα < αρχαία ελληνική νύξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *nókʷts
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νυχτιά θηλυκό
- (λογοτεχνικό) η νύχτα, η διάρκεια της νύχτας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νυχτιά
|
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- νυχτιά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνικό ύφος (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)