οπίσθιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | οπίσθιος | η | οπίσθια | το | οπίσθιο |
γενική | του | οπίσθιου | της | οπίσθιας | του | οπίσθιου |
αιτιατική | τον | οπίσθιο | την | οπίσθια | το | οπίσθιο |
κλητική | οπίσθιε | οπίσθια | οπίσθιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | οπίσθιοι | οι | οπίσθιες | τα | οπίσθια |
γενική | των | οπίσθιων | των | οπίσθιων | των | οπίσθιων |
αιτιατική | τους | οπίσθιους | τις | οπίσθιες | τα | οπίσθια |
κλητική | οπίσθιοι | οπίσθιες | οπίσθια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπίσθιος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]οπίσθιος, -α, -ο
- που βρίσκεται στην πίσω πλευρά
- ο οπίσθιος χώρος του κτιρίου χρησιμοποιείται σαν αποθήκη