παρατηρητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρατηρητής οι παρατηρητές
      γενική του παρατηρητή των παρατηρητών
    αιτιατική τον παρατηρητή τους παρατηρητές
     κλητική παρατηρητή παρατηρητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρατηρητής < ελληνιστική κοινή παρατηρητής < αρχαία ελληνική παρατηρέω / παρατηρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική observateur[1])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ɾa.ti.ɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐τη‐ρη‐τής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρατηρητής αρσενικό (θηλυκό παρατηρήτρια)

  1. το άτομο που παρατηρεί
  2. (ειδικότερα) ο επιστήμονας που παρατηρεί και καταγράφει την εξέλιξη ενός φαινομένου, τη συμπεριφορά μιας ομάδας ή ενός ατόμου, οτιδήποτε, γενικά, σχετίζεται με το αντικείμενο της έρευνάς του
  3. (φυσική) σημείο σχετικιστικής σύγκρισης
  4. (μειωτικό) το άτομο που αρκείται στο να παρατηρεί, χωρίς να αναλαμβάνει δράση
  5. κάποιος που παρακολουθεί κάτι, χωρίς να έχει κάποια επίσημη ιδιότητα ή δικαίωμα συμμετοχής
  6. (στρατιωτικός όρος) το άτομο που εξετάζει τις εχθρικές κινήσεις
  7. επίσημος εντεταλμένος ενός κράτους ή ενός οργανισμού που συμμετέχει σε συζητήσεις επίλυσης προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα ψήφου ή δικαίωμα επικύρωσης των τυχόν συμφωνιών
  8. (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη παρατηρητές οι αντιπρόσωποι διεθνούς οργανισμού, που με ειδική απόφαση μεταβαίνουν σε εμπόλεμες περιοχές, διασφαλίζοντας την εγκυρότητα διαφόρων διαδικασιών
  9. (επάγγελμα, αθλητισμός) το άτομο που με απόφαση της ομοσπονδίας παρακολουθεί ένα αθλητικό γεγονός και καταγράφει όσα διαδραματίζονται

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη παρατηρώ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρατηρητής οἱ παρατηρηταί
      γενική τοῦ παρατηρητοῦ τῶν παρατηρητῶν
      δοτική τῷ παρατηρητ τοῖς παρατηρηταῖς
    αιτιατική τὸν παρατηρητήν τοὺς παρατηρητᾱ́ς
     κλητική ! παρατηρητᾰ́ παρατηρηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρατηρητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  παρατηρηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά