στόχαστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στόχαστρο | τα | στόχαστρα |
γενική | του | στόχαστρου & στοχάστρου |
των | στόχαστρων & στοχάστρων |
αιτιατική | το | στόχαστρο | τα | στόχαστρα |
κλητική | στόχαστρο | στόχαστρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στόχαστρο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στόχαστρο ουδέτερο
- οπτικό όργανο σε πυροβόλο όπλο για στόχευση ακριβείας
- (μεταφορικά)
- στο στόχαστρο της δικαιοσύνης οι οικονομικές ατασθαλίες στο Δημόσιο