απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
συμμαχήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
συμμαχώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
συμμαχώ
|
συμμαχείς
|
συμμαχεί
|
συμμαχούμε
|
συμμαχείτε
|
συμμαχούν
|
παρατατικός
|
συμμαχούσα
|
συμμαχούσες
|
συμμαχούσε
|
συμμαχούσαμε
|
συμμαχούσατε
|
συμμαχούσαν
|
αόριστος
|
συμμάχησα
|
συμμάχησες
|
συμμάχησε
|
συμμαχήσαμε
|
συμμαχήσατε
|
συμμάχησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα συμμαχώ
|
θα συμμαχείς
|
θα συμμαχεί
|
θα συμμαχούμε
|
θα συμμαχείτε
|
θα συμμαχούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα συμμαχήσω
|
θα συμμαχήσεις
|
θα συμμαχήσει
|
θα συμμαχήσουμε
|
θα συμμαχήσετε
|
θα συμμαχήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω συμμαχήσει
|
έχεις συμμαχήσει
|
έχει συμμαχήσει
|
έχουμε συμμαχήσει
|
έχετε συμμαχήσει
|
έχουν συμμαχήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα συμμαχήσει
|
είχες συμμαχήσει
|
είχε συμμαχήσει
|
είχαμε συμμαχήσει
|
είχατε συμμαχήσει
|
είχαν συμμαχήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω συμμαχήσει
|
θα έχεις συμμαχήσει
|
θα έχει συμμαχήσει
|
θα έχουμε συμμαχήσει
|
θα έχετε συμμαχήσει
|
θα έχουν συμμαχήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να συμμαχώ
|
να συμμαχείς
|
να συμμαχεί
|
να συμμαχούμε
|
να συμμαχείτε
|
να συμμαχούν
|
αόριστος
|
να συμμαχήσω
|
να συμμαχήσεις
|
να συμμαχήσει
|
να συμμαχήσουμε
|
να συμμαχήσετε
|
να συμμαχήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω συμμαχήσει
|
να έχεις συμμαχήσει
|
να έχει συμμαχήσει
|
να έχουμε συμμαχήσει
|
να έχετε συμμαχήσει
|
να έχουν συμμαχήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
συμμάχει
|
|
|
συμμαχείτε
|
|
αόριστος
|
|
συμμάχησε
|
|
|
συμμαχήστε
|
|
|