συμπερασματολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]- οδηγούμαι σε συμπέρασμα το οποίο εκφέρω ή αναπτύσσω γραπτώς
- συμπεραίνω και αναπτύσσω σκέψεις πάνω σε αυτό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- αγγλικά : reach conclusion(s)