συχναναστενάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συχναναστενάζω < μεσαιωνική ελληνική συχναναστενάζω και συχνοανασενάζω
Ρήμα
[επεξεργασία]συχναναστενάζω
- αναστενάζω συχνά πυκνά, λαχταρώντας κάτι:
- ω μακαρούνες με τυρί καλά ζαφορισμένες,
- κι εσείς μου μηζυθρόπιτες, πολλά μου αγαπημένες,
- πόσες φορές σασε ζητώ και συχναναστενάζω
- κι απου τα βάθη της καρδιάς με πεθυμιά σας κράζω"(Χορτάτσης)
- Άσπρο μου'ναι το κεφάλι, οι κρόταφοί μου χιονισμένοι...
- τούτο συχναναστενάζω κι έχω του Ταρτάρου τρόμο,
- τί είναι φοβερός ο Άδης κι έχει βαρετό κατέβα.
- Άμα μια φορά κατέβεις, δεν ξαναθωρείς ανέβα! (Ανακρέων σε απόδοση Σ. Μενάρδου)
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συχναναστενάζω | συχναναστέναζα | θα συχναναστενάζω | να συχναναστενάζω | συχναναστενάζοντας | |
β' ενικ. | συχναναστενάζεις | συχναναστέναζες | θα συχναναστενάζεις | να συχναναστενάζεις | συχναναστέναζε | |
γ' ενικ. | συχναναστενάζει | συχναναστέναζε | θα συχναναστενάζει | να συχναναστενάζει | ||
α' πληθ. | συχναναστενάζουμε | συχναναστενάζαμε | θα συχναναστενάζουμε | να συχναναστενάζουμε | ||
β' πληθ. | συχναναστενάζετε | συχναναστενάζατε | θα συχναναστενάζετε | να συχναναστενάζετε | συχναναστενάζετε | |
γ' πληθ. | συχναναστενάζουν(ε) | συχναναστέναζαν συχναναστενάζαν(ε) |
θα συχναναστενάζουν(ε) | να συχναναστενάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συχναναστέναξα | θα συχναναστενάξω | να συχναναστενάξω | συχναναστενάξει | ||
β' ενικ. | συχναναστέναξες | θα συχναναστενάξεις | να συχναναστενάξεις | συχναναστέναξε | ||
γ' ενικ. | συχναναστέναξε | θα συχναναστενάξει | να συχναναστενάξει | |||
α' πληθ. | συχναναστενάξαμε | θα συχναναστενάξουμε | να συχναναστενάξουμε | |||
β' πληθ. | συχναναστενάξατε | θα συχναναστενάξετε | να συχναναστενάξετε | συχναναστενάξτε | ||
γ' πληθ. | συχναναστέναξαν συχναναστενάξαν(ε) |
θα συχναναστενάξουν(ε) | να συχναναστενάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συχναναστενάξει | είχα συχναναστενάξει | θα έχω συχναναστενάξει | να έχω συχναναστενάξει | ||
β' ενικ. | έχεις συχναναστενάξει | είχες συχναναστενάξει | θα έχεις συχναναστενάξει | να έχεις συχναναστενάξει | ||
γ' ενικ. | έχει συχναναστενάξει | είχε συχναναστενάξει | θα έχει συχναναστενάξει | να έχει συχναναστενάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε συχναναστενάξει | είχαμε συχναναστενάξει | θα έχουμε συχναναστενάξει | να έχουμε συχναναστενάξει | ||
β' πληθ. | έχετε συχναναστενάξει | είχατε συχναναστενάξει | θα έχετε συχναναστενάξει | να έχετε συχναναστενάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν συχναναστενάξει | είχαν συχναναστενάξει | θα έχουν συχναναστενάξει | να έχουν συχναναστενάξει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συχναναστενάζω
|