συχναναστενάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συχναναστενάζω < μεσαιωνική ελληνική συχναναστενάζω και συχνοανασενάζω

συχναναστενάζω

  • ω μακαρούνες με τυρί καλά ζαφορισμένες,
κι εσείς μου μηζυθρόπιτες, πολλά μου αγαπημένες,
πόσες φορές σασε ζητώ και συχναναστενάζω
κι απου τα βάθη της καρδιάς με πεθυμιά σας κράζω"(Χορτάτσης)
  • Άσπρο μου'ναι το κεφάλι, οι κρόταφοί μου χιονισμένοι...
τούτο συχναναστενάζω κι έχω του Ταρτάρου τρόμο,
τί είναι φοβερός ο Άδης κι έχει βαρετό κατέβα.
Άμα μια φορά κατέβεις, δεν ξαναθωρείς ανέβα! (Ανακρέων σε απόδοση Σ. Μενάρδου)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]