χάλκωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χάλκωμα τα χαλκώματα
      γενική του χαλκώματος των χαλκωμάτων
    αιτιατική το χάλκωμα τα χαλκώματα
     κλητική χάλκωμα χαλκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάλκωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάλκωμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈxal.ko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χάλ‐κω‐μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χάλκωμα ουδέτερο

  1. (ιδίως παλιότερα, λαϊκότροπο) εργαλείο ή σκεύος από χαλκό
     συνώνυμα: μπακίρι
  2. (ειδικότερα στον πληθυντικό χαλκώματα) γενικώς τα χάλικα σκεύη, τα κουζινικά που έπαιρνε προίκα η νύφη[1]
  3. (λαϊκότροπο, σπάνιο) ο χαλκός[1]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

θέμα με χαλκω-

→ και δείτε τη λέξη χαλκός για θέμα χαλκ-

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 χάλκωμα - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάλκωμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χάλκωμα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χάλκωμα ουδέτερο

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]




↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ χάλκωμᾰ τὰ χαλκώμᾰτ
      γενική τοῦ χαλκώμᾰτος τῶν χαλκωμᾰ́των
      δοτική τῷ χαλκώμᾰτ τοῖς χαλκώμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ χάλκωμᾰ τὰ χαλκώμᾰτ
     κλητική ! χάλκωμᾰ χαλκώμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαλκώμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  χαλκωμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χάλκωμα < χαλκ(όω) / χαλκ(ῶ) (< χαλκός) + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χάλκωμα, -ατος ουδέτερο

  1. ο,τιδήποτε από χαλκό (τσουκάλι, όργανο μουσικής, εργαλείο, όπλο, ασπίδα)
  2. το χάλκινο τμήμα ενός αντικειμένου (όπως της λύρας) συχνά σε αντιπαραβολή προς "τό ξύλον" (δηλαδή τα ξύλινα μέρη του ίδιου αντικειμένου)
  3. το επιχαλκωμένο τμήμα αντικειμένου (όπως της ασπίδας)
  4. ακρόπρωρο του πλοίου και μεταλλικό έμβολο
  5. δίσκος, πινάκιο από χαλκό ή τετράγωνο φύλλο χαλκού για καταγραφή αρχείων ή σημειώσεων (ελληνιστική εποχή)
    άλλες μορφές: Έχει βρεθεί γραμμένο και χάλχωμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]