Deckel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Deckel | die | Deckel |
γενική | des | Deckels | der | Deckel |
δοτική | dem | Deckel | den | Deckeln |
αιτιατική | den | Deckel | die | Deckel |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Deckel (de) αρσενικό
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Deckel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Deckel αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]