abandonnataire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
abandonnataire abandonnataires

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

abandonnataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • αυτός που δέχεται εγκαταλειμένα αγαθά