aes
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]aes (la) ουδέτερο
- χαλκός, μπρούτζος, ορείχαλκος
- χρήμα, τιμή, αμοιβή
- οφειλή, χρέος
- πληθυντικός: χάλκινα σκεύη
Σύνθετα
[επεξεργασία]- aeramen
- aeramentum
- aerarius
- aereus
- aerifer
- aerifice
- aeripes
- aerisonus
- aerosus
- aeruca
- aerugo
- aes alienum
Συγγενικά
[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aes | aeră |
γενική | aeris | aerum |
δοτική | aerī | aerĭbus |
αιτιατική | aes | aeră |
κλητική | aes | aeră |
αφαιρετική | aere | aerĭbus |