arioso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- arioso < (άμεσο δάνειο) ιταλική arioso
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arioso | ariosos |
arioso (fr) αρσενικό
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arioso (it) αρσενικό