arioso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
arioso < (άμεσο δάνειο) ιταλική arioso

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arioso ariosos

arioso (fr) αρσενικό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arioso (it) αρσενικό