camera

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
camera cameras

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camera (en)

  • η κάμερα, η φωτογραφική μηχανή
    You should always look through the viewfinder of the camera so you’re sure of what you’re shooting!
    Να κοιτάς διαρκώς μέσα από το βιζέρ της κάμερας για να είσαι σίγουρος ότι γι'αυτό που βγάζεις!
    It’s dark, we have to put on the camera’s flash.
    Είναι σκοτεινά, πρέπει να βάλουμε φλας στη μηχανή.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
camera < αρχαία ελληνική καμάρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

camera (la) θηλυκό

  1. καμάρα
  2. θόλος, θολωτή αίθουσα
  3. δωμάτιο
  4. θάλαμος
  5. πλοίο που έχει κατάστρωμα με καμάρα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική camera camerae
γενική camerae camerārum
δοτική camerae camerīs
αιτιατική cameram camerās
κλητική camera camerae
αφαιρετική camerā camerīs
(α' κλίση)