chord
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chord | chords |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chord (en)
- (μουσική) η συγχορδία, το ακομπανιαμέντο
- ↪ major/minor chords - κύριες/δευτερεύουσες συγχορδίες
- (γεωμετρία) η χορδή
- (μουσική) η χορδή, σώμα με μορφή νήματος που τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και, όταν πάλλεται, παράγει ήχο