conforme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conforme | conformes |
conforme (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]conforme (pt)
- σύμφωνα με