dash
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dash | dashes |
dash (en)
- η παύλα (‒ figure dash, – en dash, — em dash, ή ― horizontal bar)
- η παύλα στα σήματα μορς
- η σταγόνα, ο κόμπος, μια ελάχιστη ποσότητα
- (κανονικές εκφράσεις) παύλα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dash |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dashes |
αόριστος | dashed |
παθητική μετοχή | dashed |
ενεργητική μετοχή | dashing |
dash (en)
- (αμετάβατο) πετιέμαι, ορμώ, τρέχω κάπου γρηόγορα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπώ ή πετάω κάτι βίαια
- (μεταφορικά) καταστρέφω
Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- dash (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- dash (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 462, 695, 697, 811. ISBN 9780194325684., λήμμα: κόμπος, πετάγομαι, πετώ, σταγόνα