gamble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
gamble gambles

gamble (en)

  • το ρισκάρισμα, το τζογάρισμα, μια ενέργεια που κάνω όταν ξέρω ότι υπάρχει κίνδυνος αλλά όταν ελπίζω ότι το αποτέλεσμα θα είναι μια επιτυχία
    a big/small gamble - μεγάλο/μικρό ρισκάρισμα
    a gamble in the stock market - τζογάρισμα στο χρηματιστήριο
    It’s all a gamble.
    Είναι καθαρά ζήτημα τύχης.
ενεστώτας gamble
γ΄ ενικό ενεστώτα gambles
αόριστος gambled
παθητική μετοχή gambled
ενεργητική μετοχή gambling

gamble (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, τζογάρω, χαρτοπαίζω, ρισκάρω χρήματα σε ένα παιχνίδι καρτών, σε ιπποδρομίες κτλ.
    They lost their money gambling in the stock market.
    Έχασαν τα χρήματά τους παίζοντας/τζογάροντας στο χρηματιστήριο.
    He gambles and drinks!
    Παίζει και πίνει!
    We’re gambling at the horse race track.
    Παίζουμε στον ιππόδρομος.
    He lost his money gambling.
    Έχασα τα χρήματά του παίζοντας χαρτιά.
    The mother abandoned him at a young age and the father gambles.
    Η μάνα το παράτησε μικρό και ο πατέρας χαρτοπαίζει.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) ρισκάρω κάτι με την ελπίδα να πετύχω
    I gambled that he wouldn’t see me.
    Το ρίσκαρα ότι δεν θα μ' έβλεπε.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]