hameau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hameau | hameaux |
hameau (fr) αρσενικό
- ο συνοικισμός, o οικισμός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
hameau | hameaux |
hameau (fr) αρσενικό