impromptu
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]impromptu (en) (χωρίς παραθετικά)
- πρόχειρος, χωρίς προετοιμασία ή προγραμματισμό
- ↪ an impromptu speech - πρόχειρη ομιλία
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]impromptu (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impromptu | impromptus |
θηλυκό | impromptue | impromptues |
- αυτός που γίνεται χωρίς προπαρασκευή,
Επίρρημα
[επεξεργασία]- αυτοσχεδιαστικά, πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το αυτοσχέδιο ή πρόχειρο δημιούργημα
- (μουσική) σύντομη μουσική φόρμα αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρα, συνήθως για σόλο όργανο