sight
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sight | sights |
sight (en)
- (μη μετρήσιμο) η όραση, η ικανότητα να βλέπω
- (μη μετρήσιμο) η θέα, το αντίκρισμα, η ενέργεια του να βλέπω κάτι
- ↪ I felt shocked at the sight of his blood.
- Αισθάνθηκα σοκαρισμένος στη θέα του αίματος.
- ↪ At the sight of the Parthenon I felt…
- Στη θέα του Παρθενώνα ένιωσα…
- ↪ At the sight of blood she fainted.
- Στο αντίκρισμα του αίματος λιποθύμησε.
- ↪ I felt shocked at the sight of his blood.
- το θέαμα, κάτι που βλέπω ή μπορώ να δω
- ↪ The colorful fireworks offered a magical sight.
- Τα πολύχρωμα πυροτεχνήματα πρόσφεραν ένα μαγευτικό θέαμα.
- ↪ The colorful fireworks offered a magical sight.
- αυτό που αξίζει να το δεις· (στον πληθυντικό) τα αξιοθέατα
- we're going to see the sights of the area tomorrow
- η ματιά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sight |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sights |
αόριστος | sighted |
παθητική μετοχή | sighted |
ενεργητική μετοχή | sighting |
- βλέπω, ξαφνικά βλέπω κάτι, ειδικά κάτι που έψαχνα
Πηγές
[επεξεργασία]- sight (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sight (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. αντίκρισμα. ISBN 9780194325684., λήμμα: 78