species
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
species | species |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]species (en)
- το είδος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- species στην αγγλική Βικιπαίδεια
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spéḱyeti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) + *-yeti
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]species (la)
- η όψη
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | speciēs | speciēs |
γενική | specieī | - |
δοτική | specieī | - |
αιτιατική | speciem | speciēs |
κλητική | speciēs | speciēs |
αφαιρετική | speciē | - |
Πηγές
[επεξεργασία]- species - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.