stream
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- stream < μέση αγγλική streem / strem < αγγλοσαξονικά stream < πρωτογερμανική *straumaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srowmos < *srew- (ρέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ῥεῦμα)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
stream | streams |
stream (en)
- το ρεύμα
- (γεωγραφία) το ρυάκι, το ποταμάκι, το ρέμα
- ↪ the clear water of the stream - το λαγαρό νερό του ρυακιού
- χείμαρρος
- (πληροφορική) ροή δεδομένων (data stream)
- δείτε επίσης: stream (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | stream |
γ΄ ενικό ενεστώτα | streams |
αόριστος | streamed |
παθητική μετοχή | streamed |
ενεργητική μετοχή | streaming |
stream (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ρέω, κυλάω, για υγρό ή αέριο που κινείται σε συνεχή ροή, ή κάτι παράγει συνεχή ροή υγρού ή αερίου
- (αμετάβατο) συρρέω, για ανθρώπους ή πράγματα, μετακινούνται κάπου σε μεγάλους αριθμούς, το ένα μετά το άλλο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Stream (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Πηγές
[επεξεργασία]- stream (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- stream (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 768, 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρέω, συρρέω