tighten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας tighten
γ΄ ενικό ενεστώτα tightens
αόριστος tightened
παθητική μετοχή tightened
ενεργητική μετοχή tightening

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tighten < tight + -en

tighten (en)

  1. (μεταβατικό) σφίγγω, τεντώνω
    I tighten the screw.
    Σφίγγω τη βίδα.
    Tighten your shoelaces!
    Σφίξε τα κορδόνια σου!
    I tighten a rope.
    Τεντώνω ένα σκοινί.
  2. (οικονομία) κάνω κάτι πιο αυστηρό
    The government is to tighten gun laws.
    Η κυβέρνηση πρόκειται να κάνει πιο αυστηρούς τους νόμους για τα όπλα.
    → και δείτε σφίγγω τα λουριά

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη tight
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858, 874. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σφίγγω, τεντώνω