usually

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
usually < usual + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

usually (en)

  • συνήθως
    He’s usually late.
    Συνήθως αργεί.
    In the fall, it usually rains.
    Το φθινόπωρο συνήθως βρέχει.
    Everything that usually happens happened today.
    Έγινε και σήμερα ό,τι γίνεται συνήθως.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]